iGuide Repo

Είσοδος από ΝΑ πλευρά

Dublin Core

Title

Είσοδος από ΝΑ πλευρά

Language

el

Identifier

XNP.97.00.02

Is Part Of

Point Item Type Metadata

Latitude

41.143711

Longitude

24.888296

MobileContent

Η πόλη δεν υπάρχει στην Αρχαιότητα. Στα βυζαντινά όμως χρόνια, μας είναι γνωστή η πόλη της Ξάνθειας, η οποία κατείχε τον λόφο που δεσπόζει βορειοδυτικά της σημερινής Ξάνθης. Το όνομα Ξάνθεια εμφανίζεται από τη συμμετοχή του επισκόπου της πόλης Γεωργίου, στα 879, στη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης, με πατριάρχη τον Φώτιο τον Μέγα. Αργότερα, αναφέρεται ως «χωρίον», στα 1083, σε ένα τυπικό βυζαντινής μονής, βόρεια της Ξάνθης. Ως μητρόπολη εμφανίζεται για πρώτη φορά στα 1344.
Στο κέντρο αυτής της φωτογραφίας, του 1940, φαίνεται καθαρά η υστεροβυζαντινή ακρόπολη της Ξάνθειας. Σήμερα, στον λόφο στα βορειοδυτικά της πόλης, τα τείχη της Ξάνθειας είναι καλυμμένα πια από τη βλάστηση και δύσκολα διακρίνονται.

SpeechContent

Η πόλη,, δεν υπάρχει στην Αρχαιότητα. Στα βυζαντινά όμως χρόνια, μας είναι γνωστή η πόλη της Ξάνθειας, η οποία κατείχε τον λόφο που δεσπόζει βορειοδυτικά της σημερινής Ξάνθης. Το όνομα Ξάνθεια εμφανίζεται,, από τη συμμετοχή του επισκόπου της πόλης Γεωργίου, στα 879, στη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης, με πατριάρχη τον Φώτιο τον Μέγα. Αργότερα, αναφέρεται ως «χωρίον», στα 1083, σε ένα τυπικό βυζαντινής μονής, βόρεια της Ξάνθης. Ως μητρόπολη,, εμφανίζεται για πρώτη φορά,, στα 1344.
Στο κέντρο αυτής της φωτογραφίας, του 1940, φαίνεται καθαρά,, η υστεροβυζαντινή ακρόπολη της Ξάνθειας. Σήμερα, στον λόφο,, στα βορειοδυτικά της πόλης, τα τείχη της Ξάνθειας,, είναι καλυμμένα πια από τη βλάστηση,, και δύσκολα διακρίνονται.

Entrance

TextDuration

0:56

Characterization

H

ThesaurusContent

<table width="100%" border="0" cellpadding="0" cellspacing="0" id="maintext"><tr><td align="center" valign="top">

<font class="head1">Ξάνθεια </font>


<b><font size="+0" color="#CE5614">(βυζαντινή εποχή)</font></b>

<br/><b><i><font class="head2">σημερινή Ξάνθη, τουρκική ονομασία Eskidze, Eskige</font></i></b>

</td>
</tr><tr><td align="left" valign="top">

<br/><p><b><font color="#400000">Γραπτές πηγές</font></b>: 
<a href="afm.asp?afm=BK6122">BK6122</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6123">BK6123</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6124">BK6124</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6125">BK6125</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6126">BK6126</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6127">BK6127</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6128">BK6128</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6129">BK6129</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6130">BK6130</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6131">BK6131</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6132">BK6132</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6133">BK6133</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6134">BK6134</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6135">BK6135</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6136">BK6136</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6137">BK6137</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6138">BK6138</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6139">BK6139</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6140">BK6140</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6141">BK6141</a></p>

<p><b><font color="#400000">Γενική Bιβλιογραφία</font></b>: 
<a href="abd.asp?abd=BB0001">BB0001</a>, σελ. 501-502. <a href="abd.asp?abd=BB0135">BB0135</a>, σελ. 1333. <a href="abd.asp?abd=BB0033">BB0033</a>, σελ. 27-43 (εικ.). <a href="abd.asp?abd=BB0006">BB0006</a>, σελ. 144, 155, 167, 174, 211, 215. <a href="abd.asp?abd=BB0124">BB0124</a>, αριθ. 13875. <a href="abd.asp?abd=BB0024">BB0024</a>, σελ. 71 κεΞάνθεια (εικ.). <a href="abd.asp?abd=BB0117">BB0117</a>, σελ. 317. <a href="abd.asp?abd=BB0066">BB0066</a>, σελ. 20, 32κεξ., 36. <a href="abd.asp?abd=BB0015">BB0015</a>, σελ. 57 κεξ., 228-233. <a href="abd.asp?abd=BB0040">BB0040</a>, σελ. 54. <a href="abd.asp?abd=BB0005">BB0005</a>, σελ. 93-98. <a href="abd.asp?abd=BB0020">BB0020</a>, σελ. 31-33. <a href="abd.asp?abd=BB0068">BB0068</a>, σελ. 153-155. <a href="abd.asp?abd=BB0030">BB0030</a>, σελ. 21-24 (εικ.). <a href="abd.asp?abd=BB0112">BB0112</a>, σελ. 348. <a href="abd.asp?abd=BB0165">BB0165</a>, σελ. 171.</p>

<p><b><font color="#400000">Eιδική βιβλιογραφία</font></b>: 
<a href="abd.asp?abd=BB0025">BB0025</a>, σελ. 6, 9, 12, 17κεξ. (βιβλιογρ.). <a href="abd.asp?abd=BB0090">BB0090</a>, σελ. 3κεξ.</p>

<p><b><font color="#400000">Aκριβής θέση</font></b>: 
24°40΄ 41°00΄</p>

<p><b><font color="#400000">Σχετική θέση</font></b>: 
Βρίσκεται στους νότιους πρόποδες της οροσειράς της Ροδόπης, στο Β άκρο της νότιας θρακικής πεδιάδας, όπου ο ποταμός Κόσυνθος φθάνει στην πεδιάδα της ακτής, 46χλμ ΒΑ της Καβάλας, 44χλμ Δ των Κουμουτζηνών [<a href="abd.asp?abd=BB0001">BB0001</a>]. Δεν ξέρουμε αν το μέρος κατοικούνταν από την αρχαιότητα, αφού η Ξάνθεια που αναφέρει ο Στράβων ανάμεσα στις πόλεις των Κικόνων τοποθετείται πιο ανατολικά από τη βυζαντινή Ξάνθεια και κυρίως πέρα από τη λίμνη της Βιστονίδας. Η επιλογή όμως της θέσης ως τόπου κατοικήσιμου πρέπει να έγινε σε μεταγενέστερη εποχή, εξαιτίας της σπουδαιότητας που είχε προσλάβει για αμυντικούς λόγους [<a href="abd.asp?abd=BB0005">BB0005</a>].</p>

<p><b><font color="#400000">Oικιστικές μονάδες</font></b>: 
Το γεγονός ότι στη σύνοδο του 879 συμμετείχε και ο επίσκοπος Ξάνθειας μας οδηγεί στην υπόθεση ότι τη συγκεκριμένη εποχή η Ξάνθεια αποτελούσε αστική συνάθροιση, λιγότερο ή περισσότερο σημαντική, ή ότι η προαγωγή της σε επισκοπή κατά τον 8ο-9ο αι. απέβλεπε στην ενίσχυση του πληθυσμού της, αφού η πόλη περιτριγυριζόταν από Σλάβους. Ο χαρακτηρισμός της Ξάνθειας ως "χωρίον" στο τυπικό του Γρηγορίου Πακουριανού, επιφανούς στρατηγού του Αλεξίου Κομνηνού (1081-1118), για τη Μονή της Πετριτζονίτισσας (Μπάτσκοβο), κοντά στο Στενήμαχο, δηλώνει πιθανόν ότι την περίοδο αυτή ο οικισμός ήταν ανοχύρωτος και μικρής σημασίας [<a href="abd.asp?abd=BB0024">BB0024</a>]. Φαίνεται ότι μετά την καταστροφή της Μοσυνοπόλεως και του Περιθεωρίου από τον Καλογιάννη στα 1206 η Ξάνθη γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη. Από το δεύτερο μισό του 13ου αι. και σε όλη τη διάρκεια του 14ου αι., διάστημα κατά το οποίο γίνεται αστικός οχυρωμένος οικισμός και σημαντική στρατηγική θέση κατάλληλη για στρατοπέδευση και βάση για στρατιωτικές επιχειρήσεις, χαρακτηρίζεται στις πηγές ως πόλη ή πολίχνιο και παρουσιάζεται κείμενη σε μία περιοχή ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένη, κατειλημμένη από σημαντικό αριθμό χωριών και κωμοπόλεων. Πράγματι, ο Γρηγοράς (1295-1360) διευκρινίζοντας τα όρια του πριγκιπάτου του Μομιτζίλου, μιλά για κωμοπόλεις και χωριά, τοποθετημένα ανάμεσα στην Ξάνθεια και το Περιθεώριο. Ο Γρηγοράς μιλά και για τις συγκεντρώσεις κοντά στη θάλασσα, κείμενες στο οροπέδιο, οι οποίες εκτείνονταν ως το Πολύστυλον. Η Ξάνθεια ήταν λοιπόν μία πόλη-φρούριο που βρισκόταν στο κέντρο σημαντικού αριθμού χωριών και άλλων συγκεντρώσεων και αποτελούσε το φυσικό σημείο άμυνας και προσανατολισμού τους [<a href="abd.asp?abd=BB0005">BB0005</a>].</p>

<p><b><font color="#400000">Άλλες θέσεις</font></b>: 
Δύο χλμ ΝΔ της Ξάνθης, κοντά σε έναν λόφο με τύμβους αποκαλύφθηκαν εκτός από προϊστορικά, ελληνιστικά και ρωμαϊκά ευρήματα και χριστιανικοί τάφοι, πιθανόν της περιόδου του 9ου-11ου αι. [<a href="abd.asp?abd=BB0025">BB0025</a>, <a href="abd.asp?abd=BB0117">BB0117</a>].</p>

<p><b><font color="#400000">Χερσαίες</font></b>: 
Η Ξάνθεια, η πρώτη πόλη της Θράκης που συναντούσε κανείς αφού είχε προσπεράσει το Νέστο, αποτελούσε σημαντικό σταθμό στην Εγνατία οδό, που συνέδεε την πόλη από το ένα μέρος με την περιοχή πέρα από το Νέστο και από το άλλο με το Περιθεώριο και τις ανατολικές περιφέρειες [<a href="abd.asp?abd=BB0005">BB0005</a>].</p>

<p><b><font color="#400000">ΠOΛITIKH IΣTOPIA - XPONOΛOΓIO</font></b>: 
Η ακριβής θέση της αρχαίας πόλης Ξάνθειας δεν είναι ξεκάθαρη [<a href="abd.asp?abd=BB0135">BB0135</a>]. Δεν υπάρχει κανένα αρχαιολογικό τεκμήριο για την ταύτιση της αρχαίας Ξάνθειας με την ομώνυμη βυζαντινή πόλη [<a href="abd.asp?abd=BB0025">BB0025</a>]. Η παλαιότερη μαρτυρία για τη μεσαιωνική πόλη, η οποία βρισκόταν δίπλα στο τμήμα της Εγνατίας οδού που κινείται από Α προς Δ και συνδέει την Κωνσταντινούπολη με τη Θεσσαλονίκη, προέρχεται από τη συμμετοχή του επισκόπου Γεωργίου στη σύνοδο του 879 [<a href="afm.asp?afm=BK6122">BK6122</a>, <a href="abd.asp?abd=BB0033">BB0033</a>]. Από τον 10ο έως τον 12ο αι. η Ξάνθεια χαρακτηρίζεται ως επισκοπή υπαγόμενη στη μητρόπολη Τραϊανουπόλεως (εκκλησιαστική επαρχία Ροδόπης) [<a href="afm.asp?afm=BK6123">BK6123</a>], ενώ πιθανόν επί Ανδρονίκου Β΄ (1282-1328) έγινε αρχιεπισκοπή αφού ως τέτοια μαρτυρείται από το 1310 [<a href="afm.asp?afm=BK6138">BK6138</a>]. Ως μητρόπολη εμφανίζεται για πρώτη φορά στα 1344 [<a href="afm.asp?afm=BK6138">BK6138</a>]. Το 1083 αναφέρεται ένα χρυσοβούλλιον σχετικό με το χωρίο της Ξάνθειας, το οποίο είχε εκδώσει ο Γρηγόριος Πακουριανός [<a href="afm.asp?afm=BK6124">BK6124</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6138">BK6138</a>]. Το 1198 ο Ιβάνκο απέσπασε από τη βυζαντινή αυτοκρατορία την περιοχή από τη Μοσυνόπολη έως την Ξάνθεια [<a href="afm.asp?afm=BK6125">BK6125</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6127">BK6127</a>]. Το καλοκαίρι του 1204 ο Βαλδουίνος Α΄ πορευόμενος προς τη Θεσσαλονίκη έπεσε σε ενέδρα του Σεναχειρήμ κοντά στην Ξάνθεια. Η επίθεση αυτή αποκρούστηκε από το λατίνο αυτοκράτορα [<a href="afm.asp?afm=BK6125">BK6125</a>]. Γύρω στα 1210 η Ξάνθεια (Xanthiensis) υπήρξε η μοναδική λατινική επισκοπή υπαγόμενη στη Μοσυνόπολη [<a href="afm.asp?afm=BK6140">BK6140</a>, <a href="abd.asp?abd=BB0040">BB0040</a>]. Λίγο μετά το 1224 η πόλη κυριεύθηκε από το Θεόδωρο της Ηπείρου [<a href="afm.asp?afm=BK6126">BK6126</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6127">BK6127</a>]. Στην πορεία του προς τη Θεσσαλονίκη ο Μιχαήλ Η΄ άφησε το 1264/65 το στρατό του να διαχειμάσει στην Ξάνθεια. Μάταια ζήτησε ο αυτοκράτορας από τον πατριάρχη Αρσένιο Αυτορειανό να έρθει στη συγκεκριμένη πόλη [<a href="afm.asp?afm=BK6139">BK6139</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6128">BK6128</a>]. Στα 1307 ο καταλανός "Φαρέντα Τζιμής" (Ferran Ximenez) ξέφυγε από τον Rocafort διαφεύγοντας στην πόλη Ξάνθεια που ανήκε στο βυζαντινό αυτοκράτορα [<a href="afm.asp?afm=BK6128">BK6128</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6135">BK6135</a>, <a href="abd.asp?abd=BB0033">BB0033</a>]. Το 1324 η ετήσια εισφορά της αρχιεπισκοπής στο πατριαρχείο ορίστηκε στα 36 υπέρπυρα [<a href="afm.asp?afm=BK6138">BK6138</a>], <a href="afm.asp?afm=BK6129">BK6129</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6130">BK6130</a>]. Περίπου στο τέλος του 1327, κατά τον εμφύλιο πόλεμο που επικρατούσε τότε, η πόλη αποτέλεσε σταθμό της εκστρατείας του Ανδρόνικου Γ΄ [<a href="afm.asp?afm=BK6131">BK6131</a>]. Το 1343 ο Ουμούρ πασάς πέρασε μαζί με τον Ιωάννη Καντακουζηνό από την Eskya, καθώς κινήθηκε από τη Θεσσαλονίκη και με κατεύθυνση προς τα ανατολικά· δεν μαρτυρείται κάποια νίκη τους στην Eskya ή η αιματηρή κατάληψη της πόλης [<a href="afm.asp?afm=BK6132">BK6132</a>, <a href="abd.asp?abd=BB0006">BB0006</a>]. Η Ξάνθεια αποτέλεσε το κέντρο της επικυριαρχίας του Μομιτζίλου [<a href="afm.asp?afm=BK6131">BK6131</a>]. Μετά το θάνατο του Μομιτζίλου στη διάρκεια μιας μάχη εναντίον των Ιωάννη Καντακουζηνού και Ουμούρ πασά κοντά στο Περιθεώριο (7 Ιουλίου του 1345) οι "Ξανθιείς" παρέδωσαν την πόλη τους στον Καντακουζηνό [<a href="afm.asp?afm=BK6131">BK6131</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6133">BK6133</a>, <a href="abd.asp?abd=BB0006">BB0006</a>]. Στα τέλη Μαϊου του 1347 [<a href="afm.asp?afm=BK6138">BK6138</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6129">BK6129</a>] ο μητροπολίτης Παύλος [<a href="afm.asp?afm=BK6134">BK6134</a>] απέκτησε την κενή επισκοπή Μοσυνοπόλεως, αλλά τον Αύγουστο του ίδιου έτους υποχρεώθηκε να την παραδώσει στο μητροπολίτη Τραϊανουπόλεως [<a href="afm.asp?afm=BK6138">BK6138</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6129">BK6129</a>]. Στα τέλη του 1347 ή το 1348 η Ξάνθεια και τα παρακείμενα χωριά ανήκε στην περιοχή από το Διδυμότειχο μέχρι τη Χριστούπολη (Καβάλα), την οποία ο Ιωάννης Καντακουζηνός παραχώρησε στο γιο του Ματτθαίο [<a href="afm.asp?afm=BK6133">BK6133</a>]. Από το 1369 έως το 1371 η πόλη υπάγονταν στην κυριαρχία του Ιωάννη Ούγκλεση [<a href="abd.asp?abd=BB0066">BB0066</a>]. Η Isketye [<a href="afm.asp?afm=BK6141">BK6141</a>], Iskete [<a href="afm.asp?afm=BK6137">BK6137</a>] κυριεύτηκε από τους Τούρκους πιθανόν μετά τη Σκόπελο (1373). Το 1394 ο Κυδώνης, πρωτονοτάριος της Χριστούπολης που έδρευε στην Ξάνθεια, ανέλαβε τη διαχείριση του προσκυνήματος του Αγ. Γεωργίου [<a href="afm.asp?afm=BK6138">BK6138</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6129">BK6129</a>, <a href="abd.asp?abd=BB0124">BB0124</a>]. Ορισμένες μεταβυζαντινές πηγές αναφορέρονται στη Μητρόπολη Προδρόμου της Ξάνθης [<a href="afm.asp?afm=BK6136">BK6136</a>].</p>

<p><b><font color="#400000">Xριστιανισμός</font></b>: 
Η παλαιότερη μαρτυρία για τη μεσαιωνική πόλη, η οποία βρισκόταν δίπλα στο τμήμα της Εγνατίας οδού που κινείται από Α προς Δ και συνδέει την Κωνσταντινούπολη με τη Θεσσαλονίκη, προέρχεται από τη συμμετοχή του επισκόπου Γεωργίου στη σύνοδο του 879 [<a href="afm.asp?afm=BK6122">BK6122</a>, <a href="abd.asp?abd=BB0033">BB0033</a>]. Από τον 10ο έως τον 12ο αι. η Ξάνθεια χαρακτηρίζεται ως επισκοπή υπαγόμενη στη μητρόπολη Τραϊανουπόλεως (εκκλησιαστική επαρχία Ροδόπης) [<a href="afm.asp?afm=BK6123">BK6123</a>], ενώ πιθανόν επί Ανδρονίκου Β΄ (1282-1328) έγινε αρχιεπισκοπή αφού ως τέτοια μαρτυρείται από το 1310 [<a href="afm.asp?afm=BK6138">BK6138</a>]. Ως μητρόπολη εμφανίζεται για πρώτη φορά στα 1344 [<a href="afm.asp?afm=BK6138">BK6138</a>]. Το 1083 αναφέρεται ένα χρυσοβούλλιον σχετικό με το χωρίο της Ξάνθειας, το οποίο είχε εκδώσει ο Γρηγόριος Πακουριανός [<a href="afm.asp?afm=BK6124">BK6124</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6138">BK6138</a>]. Γύρω στα 1210 η Ξάνθεια (Xanthiensis) υπήρξε η μοναδική λατινική επισκοπή υπαγόμενη στη Μοσυνόπολη [<a href="afm.asp?afm=BK6140">BK6140</a>, <a href="abd.asp?abd=BB0040">BB0040</a>]. Το 1324 η ετήσια εισφορά της αρχιεπισκοπής στο πατριαρχείο ορίστηκε στα 36 υπέρπυρα [<a href="afm.asp?afm=BK6138">BK6138</a>], <a href="afm.asp?afm=BK6129">BK6129</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6130">BK6130</a>]. Στα τέλη Μαϊου του 1347 [<a href="afm.asp?afm=BK6138">BK6138</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6129">BK6129</a>] ο μητροπολίτης Παύλος [<a href="afm.asp?afm=BK6134">BK6134</a>] απέκτησε την κενή επισκοπή Μοσυνοπόλεως, αλλά τον Αύγουστο του ίδιου έτους υποχρεώθηκε να την παραδώσει στο μητροπολίτη Τραϊανουπόλεως [<a href="afm.asp?afm=BK6138">BK6138</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6129">BK6129</a>]. Το 1394 ο Κυδώνης, πρωτονοτάριος της Χριστούπολης που έδρευε στην Ξάνθεια, ανέλαβε τη διαχείριση του προσκυνήματος του Αγ. Γεωργίου [<a href="afm.asp?afm=BK6138">BK6138</a>, <a href="afm.asp?afm=BK6129">BK6129</a>, <a href="abd.asp?abd=BB0124">BB0124</a>]. Ορισμένες μεταβυζαντινές πηγές αναφορέρονται στη Μητρόπολη Προδρόμου της Ξάνθης [<a href="afm.asp?afm=BK6136">BK6136</a>].</p>

<p><b><font color="#400000">Nαοί και ιερά</font></b>: 
Δεν είναι βέβαιο [<a href="abd.asp?abd=BB0001">BB0001</a>] εάν οι νεότερες μονές των Ταξιαρχών, της Παναγίας της Αρχαγγελιώτισσας και της Παναγίας της Καλαμιώτισσας (οι δύο τελευταίες στην πλαγιά του βουνού Α του ποταμού) χτίστηκαν πάνω σε θέσεις βυζαντινών μοναστηριακών κατασκευών [<a href="abd.asp?abd=BB0024">BB0024</a>]. Ενδεχομένως το παλαιότερο τμήμα της Μονής των Ταξιαρχών, το καθολικό της οποίας είναι τρόκογχο, να προέρχεται από την ύστερη βυζαντινή περίοδο [<a href="abd.asp?abd=BB0025">BB0025</a>, <a href="abd.asp?abd=BB0165">BB0165</a>].</p>

<p><b><font color="#400000">Oχυρώσεις</font></b>: 
Λείψανα οχύρωσης, που μπορούν να χρονολογηθούν στα υστεροβυζαντινά χρόνια [<a href="abd.asp?abd=BB0165">BB0165</a>], βρίσκονται σε ένα βουνό, περίπου 1χλμ ΒΒΔ του κέντρου της σημερινής Ξάνθης, λίγο πιό πάνω από την Μονή Ταξιαρχών και τη στενή κοιλάδα του ποταμού Ξάνθης. Η αρκετά μεγάλη οχυρωμένη έκταση, ακανόνιστου σχεδίου, καταλαμβάνει την περιοχή της κορυφής, καθώς και ένα ευρύ τμήμα της - απομακρυσμένης από τη σημερινή πόλη - βόρειας και βορειανατολικής πλαγιάς του βουνού. Η τοιχοδομία φτάνει στο ύψος των 10 μέτρων και αποτελείται από αργούς λίθους, λευκό κονίαμα και θραύσματα πλίνθων. Για την οικοδόμηση του τμήματος του ΝΑ γωνιακού πύργου χρησιμοποιήθηκε εξαιρετικά μεγάλος αριθμός πλίνθων: στην εξωτερική επιφάνεια εμφανίζονται οριζόντιες ταινίες πλίνθων, ενώ στο εσωτερικό αμιγής πλινθοδομή. Το φρούριο ήλεγχε το δρόμο που περνούσε από την κοιλάδα του ποταμού της Ξάνθης και κατευθύνονταν προς τα βόρεια, προς την οροσειρά της Ροδόπης. Πιό κάτω από το βυζαντινό φρούριο, στα ΝΑ της Μονής των Ταξιαρχών, υπάρχουν τα θεμέλια ενός παλαιότερου (θρακικού ;) οχυρωματικού περιβόλου. [<a href="abd.asp?abd=BB0001">BB0001</a>, <a href="abd.asp?abd=BB0024">BB0024</a>]</p>

<p><b><font color="#400000">Γλυπτική</font></b>: 
Μαρμάρινα μέλη βυζαντινών χρόνων είναι εντοιχισμένα σε τοίχους κτιρίων της σημερινής Ξάνθης και στον αυλόγυρο της μονής Παναγίας της Καλαμούς υπάρχει νεότερος τάφος με βυζαντινή ταφόπλακα του 11ου αι. [<a href="abd.asp?abd=BB0165">BB0165</a>]</p>


</td>
</tr><tr><td align="left" valign="bottom">
<br/><b><i><font color="#2020A0">Συγγραφέας:</font></i></b> <i>
Μ. Κορτζή - Β. Σιαμέτης</i><br/><i><font size="-1" color="#000000">Από την ονομασία Eskidze απουσιάζει σημείο στίξης.</font></i>
</td>
</tr></table>

Files

Collection

Citation

“Είσοδος από ΝΑ πλευρά ,” iGuide Repo, accessed December 23, 2024, http://ubuntu01.ceti.gr/omeka/items/show/22.

Item Relations

This Item dcterms:isPartOf Item: Είσοδος από ΝΑ πλευρά
Item: Είσοδος από ΝΑ πλευρά dcterms:hasPart This Item