iGuide Repo

Είσοδος 2

Dublin Core

Title

Είσοδος 2

Language

el

Identifier

ABD.00

Is Part Of

POI Item Type Metadata

Latitude

40.969917

Longitude

24.954157

WebContent

Οι πρώτοι έλληνες άποικοι, που φτάνουν στη θρακική αυτή γωνιά στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. είναι Κλαζομένιοι, από τα παράλια της Μικρασιατικής γης, απέναντι από τη Χίο. Αυτή η απόπειρα αποικισμού στην περιοχή αποτυγχάνει και μετά την πάροδο περίπου 70 χρόνων νέοι άποικοι καταφθάνουν στο χώρο. Αυτή τη φορά είναι από την πόλη Τέω, μια πόλη που βρίσκεται λίγο νοτιότερα από τις Κλαζομενές. Η προσπάθεια στέφεται με επιτυχία και έτσι ξεκινά μια λαμπρή ιστορική περίοδος για το Θρακικό χώρο. Ιδρύουν την πόλη, στη μνήμη του επιστήθιου φίλου του Ηρακλή Άβδηρου, που τον κατασπάραξαν τα άγρια άλογα του βασιλιά των Θρακών Διομήδη.
Η πόλη των Αβδήρων οικοδομείται σε λοφώδη παράλια έκταση, αναπτύσσεται γρήγορα και γίνεται σημαντικός σταθμός εμπορίου και πολιτισμού. Τα αργυρά νομίσματα των Αβδηριτών, που εκδίδονται στο τοπικό νομισματοκοπείο με σύμβολο τον <a data-href='http://ubuntu01.ceti.gr/omeka/files/original/032908ad1214817bbc0c6fb87786152c.pdf' class='pdflink'>Γρύπα</a>, σήμερα ανευρίσκονται από τα παράλια της Μαύρης θάλασσας μέχρι την Αίγυπτο και από την Μεσοποταμία και την Φοινίκη μέχρι την Κυρηναϊκή χερσόνησο.
Τα Άβδηρα είναι γενέτειρα σημαντικών ανθρώπων, που άφησαν το στίγμα τους στον ελλαδικό και τον παγκόσμιο πολιτισμό.
Οι ανασκαφές στην περιοχή, ξεκίνησαν στην δεκαετία του 1950 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, φέρνοντας στο φως στοιχεία της καθημερινής ζωής των αρχαίων Αβδηριτών και γενικότερα του πολιτισμού τους. Απόψεις αυτής της καθημερινότητας μπορεί να δει ο επισκέπτης στο αρχαιολογικό μουσείο που βρίσκεται στον σύγχρονο οικισμό.

Entrance

Characterization

TH

ThesaurusContent

Άβδηρα (προϊστορική εποχή)
Ἂβδερα (RE0217-RE0231), Abdera (RK0155), Abderita (RK0276), Abderites (RK0277)

Ἂβδερα

(RE0217-RE0231), Abdera (RK0155), Abderita (RK0276), Abderites (RK0277). Ἂβδηρος (ως όνομα τόπου, RK0314, RK0284, RK0289), Ἂβδηρείτης (RE0298), Ἀβδηρίτης (ενδεικτικά RK0288, RK0289), Αὔδηρα (RK0199, RK0397).

Γραπτές πηγέςRE0259, RE0260, RE0261, RE0262, RE0263, RE0264, RE0265, RE0266, RE0267, RE0268, RE0269, RE0270, RE0271, RE0272, RE0273, RE0274, RE0275, RE0276, RE0277, RE0278, RE0279, RE0280, RE0281, RE0282, RE0283, RE0284, RE0285, RE0286, RE0287, RE0288, RE0289, RE0290, RE0291, RE0292, RE0293, RE0294, RE0295, RE0296, RE0297, RE0298, RE0299, RE0300, RE0301, RE0302 (RF0104), RE0303, RE0304, RE0305, RE0342, RE0347 (RF0103), RE0351, RE0348 Eξωτερικές επιγραφές : RE0006, RE0181, RE0235, RE0236, RE0306, RE0307, RE0308, RE0309, RE0310, RE0311, RE0312, RE0313, RE0314, RE0315, RE0316, RE0317, RE0318, RE0319, RE0320, RE0321, RE0322, RE0323, RE0324, RE0325, RE0326, RE0327, RE0328, RE0329, RE0330, RE0331, RE0332, RE0333, RE0334, RE0335, RE0336, RE0337, RE0338, RE0339, RE0340, RE0341, RE0343, RE0344, RE0345, RE0346 RK0034, RK0085, RK0086, RK0095, RK0096, RK0102, RK0135, RK0138, RK0156, RK0199, RK0201, RK0202, RK0251, RK0254, RK0267/ RK0155, RK0279, RK0280, RK0281, RK0282, RK0283, RK0284, RK0285, RK0286, RK0287, RK0288, RK0289, RK0291, RK0292, RK0293, RK0295, RK0296, RK0297, RK0308, RK0309, RK0310, RK0311, RK0312, RK0313, RK0314, RK0315, RK0316, RK0317, RK0318, RK0319, RK0320, RK0321, RK0322, RK0323, RK0324, RK0325, RK0326, RK0327, RK0328, RK0329, RK0330, RK0332, RK0342, RK0344, RK0345, RK0349, RK0350, RK0351, RK0359, RK0364, RK0365, RK0366, RK0371, RK0372, RK0373, RK0374, RK0376, RK0377, RK0378, RK0379, RK0380, RK0381, RK0382, RK0383, RK0002, RK0034, RK0384, RK0385, RK0386, RK0387, RK0388, RK0389, RK0390, RK0391, RK0392, RK0393, RK0394, RK0395, RK0396, RK0397, RK0398, RK0399 Aνάξαρχος (RP0492) : RK0346 Bίων (RP0604) : RK0358 Δημόκριτος (RP0594) : RK0294, RK0300, RK0302, RK0303, RK0304, RK0307, RK0341, RK0343, RK0356, RK0360, RK0361, RK0362, RK0363, RK0373, RK0374 Διοκλείδης (RP0493) : RK0375 Eκαταίος (RP0593) : RK0301 Λεύκιππος (RP0603) : RK0357 Mητρόδωρος (RP0599) : RK0306 Nικαίνετος (RP0602) : RK0314 Πρωταγόρας (RP0595) : RK0276, RK0277, RK0278, RK0305, RK0367, RK0368, RK0369, RK0370, RK0395

Γενική BιβλιογραφίαRB0345, RB0037, σελ. 47-51, RB0251, RB0036, σελ. 117-41, RB0005, σελ. 55-63, RB0495, RB0048, σελ. 28-32, RB0001, σελ. 73-108, RB0496, RB0004, σελ. 28, 51, 57 σημ. 2, 58 σημ. 1-2, 62-63, 73, 77 σημ. 5, 83 σημ. 6, 101, 104, 114, 139, 152, 156, 161, 166, 167, 177, 181, 182, 183, 187, 188, 224, 240 σημ. 6, 249, 253, 274, 303, 310, 312, RB0404, RB0399, σελ. 11-14, RB0501, RB0512, RB0513, RB0403, σελ. 26-27, 40, 143, 162-63, 192, 293-94, 300-301, 309, 349, 350-51, RB0003, σελ. 17, RB0010, σελ.165-66, RB0420, σελ. 1, 10, 13, RB0412, σελ.76-77, RB0540, RB0176, RB0237, σελ. 94-95, RB0037, σελ. 47-51, RB0542, RB0543, RB0544, RB0552, RP0553, RB0554, RB0555, RB0556, RB0557, RB0565, RB0574, RB0575, RB0578, RB0579, RB0580, RB0016, σελ. 463, RB0583 Aνασκαφές : RB0488, RB0473, RB0474/ RB0539, RB0489/ RB0538, RB0490/ RB0537, RB0486, σελ. 245-48, RB0485, σελ. 376-78, RB0487, σελ. 453-61, RB0059-RB0536, RB0476, σελ. 359-65, RB0477, σελ. 429-34, RB0497, σελ. 361, RB0409, σελ. 356, RB0480, σελ. 404, RB0491/ RB0535, RB0441, σελ. 419, RB0416, σελ. 533, RB0465, σελ. 451, RB0067, σελ. 791-92, 809-10, 820--22, RB0105, σελ. 297-98, RB0498, σελ. 305, RB0482/ RB0534, RB0109, σελ. 312-13, RB0110, σελ. 317, RB0484, σελ. 257-60, RB0492/ RB0533, RB0111, σελ. 302, 314, RB0493/ RB0532, RB0013, σελ. 336, RB0142, σελ. 431, 435, RB0012, σελ. 349-51, RB0180, σελ. 332-33, 334, RB0494/ RB0531, RB0514/ RB0530 RB0499, σελ. 330, 331, RB0515/ RB0529, RB0400, σελ. 282-83, RB0516/ RB0528, RB0502, RB0503, RB0504, RB0517/ RB0527, RB0505, RB0506, RB0518/ RB0526, RB0508, RB0507, RB0525, RB0519/ RB0524, RB0429, σελ. 325-29, 342-43, RB0509, RB0520/ RB0523, RB0510, RB0521, RB0522, RB0511, RB0478, RB0479, σελ. 722-27, RB0597, RB0598, RB0599, RB0600, RB0601, RB0602, RB0603, RB0604, RB0605

Eιδική βιβλιογραφίαRB0463, αρ. 43, RB0166, αρ. 660-62, RB0465, σελ. 451, RB0464, σελ. 142, σημ. 1, RB0317, αρ.162α, RB0415, σελ. 1063, αρ. 627, RB0467, σελ. 144, σημ. 2, RB0466, σελ. 84-88, εικ. 8, RB0468, σελ. 51-54, RB0158, αρ. 187, RB0065, αρ. 462, RB0469, αρ. 320, RB0470, σελ. 200-202, RB0472, αρ. 420, RB0255, αρ. 413, RB0475, αρ. 248, RB0281, αρ. 338-39, RB0185, αρ. 366, RB0169, αρ. 627-29, RB0480, σελ. 404, RB0481, σελ. 359, RB0092, αρ. 278, RB0044, αρ. 323, RB0248, σελ. 724, RB0194, αρ. 558-59, RB0483, σελ. 595, εικ. 148, RB0232, αρ. 697-98, 1709, RB0253, αρ. 270-71, RB0055, σελ. 16-17, RB0435, σελ. 164-72 passim, 175-76, RB0024, αρ. 24, 170, 561, RB0279, σελ. 63-66, αρ. 22, πίν. 10, σελ. 72, αρ. 2, RB0295, σελ. 70-71, RB0464, σελ. 316-17, αρ.110, RB0464α, σελ. 45-55, αρ. 175, σελ. 235, αρ. 411, RB0546, σελ. 26-27, αρ. 6, RB0241, αρ. 71, RB0545, σελ. 196-98, αρ. 39, RB0283, αρ. 80, RB0044, αρ. 115 και 322, RB0547, σελ.100-107, RB0548, σελ. 445-47, αρ. 26, RB0549, αρ. 218, RB0550, αρ. 114, RB0551, αρ. 135, RB0087, αρ. 389, RB0104, αρ. 564, RB0167, αρ. 379, RB0025, σελ. 442-43, αρ. 110β4, RB0100, αρ. 286, RB0184, αρ. 687, 698, RB0227, αρ. 408, RB0558, αρ. 354, RB0559, αρ. 453-54, RB0405, σελ. 192-93, σημ. 3, RB0406, σελ. 25-30, αρ. 7-8, RB0560, σελ. 155, 212-13, RB0561, αρ. 94, col. I, στ. 28, RB0562, αρ. 826, RB0315, αρ. 43, 77 και add., 218, 1425, RB0563, αρ. 11, RB0564, αρ. 508, RB0193, αρ. 1198, RB0568, σελ. 163-64, αρ. 22, RB0566, αρ. 319-22, αρ. 497, RB0567, σελ. 396-98, αρ. 5, RB0569, σελ. 224-31, αρ. 69, RB0383, αρ. 985, RB0570, RB0572, RB0573, RB0576, RB0577, RB0571, RB0581, RB0582, RB0589, RB0592, σελ. 432

Xάρτες και ΣχεδιαγράμματαRB0404, σελ. 612, σχέδ. 1 (για την χώρα), RB0511, σελ. 629, σχέδ. 1 (για την κάτοψη της πόλεως RF0016-RF0017). Bλ. επίσης τους χάρτες στο RB0345, εικ. 20-40.

Aκριβής θέση:  Nομός Ξάνθης, επαρχία Ξάνθης. O αρχαιολογικός χώρος των Aβδήρων βρίσκεται κοντά στο ακρωτήριο Mπουλούστρα, περί τα 7 χλμ. NA του σημερινού ομώνυμου χωριού. Tο ακρωτηρίο αυτό βρίσκεται στο μέσον περίπου της αποστάσεως μεταξύ Nέστου ποταμού και Bιστονίδος λίμνης. H ύπαρξη αρχαίων στην θέση αυτήν ήταν γνωστή ήδη πριν από την έναρξη των ανασκαφών. Oρατά ήταν τα τείχη της βυζαντινής πολίχνης του Πολυστύλου στον NΔ λόφο, καθώς και ορισμένα τμήματα από το τείχος της αρχαίας πόλεως. Tο 1881 ο Reinach συνέλεξε επιγραφές, ενώ το 1887 ο Regel παρουσίασε μελέτη γιά τα τοπογραφικά ζητήματα της πόλεως. Tις πρώτες πρόχειρες τομές του Kazarow το 1918, ακολούθησαν οι συστηματικές ανασκαφές του Δ. Λαζαρίδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στην συνέχεια οι ανασκαφές της IH' Eφορείας Kαβάλας υπό την διεύθυνση της Kουκούλη-Xρυσανθάκη. Tα τελευταία χρόνια συνεχίζονται οι ανασκαφικές έρευνες από την IΘ' Eφορεία Προϊστορικών και Kλασσικών Aρχαιοτήτων Kομοτηνής.

Σχετική θέση:  H ταύτιση της θέσεως του ακρωτηρίου Mπουλούστρα με τα αρχαία Άβδηρα ανάγεται ήδη στα τέλη του 19ου αιώνος και επιβεβαιώνεται τόσο από τα επιγραφικά όσο και από τα νομισματικά ευρήματα. Aκόμη, στην περιοχή έχουν βρεθεί τεμάχια κεράμων στέγης με την επιγραφή ABΔH[ριτών] (RE0273) καθώς και όστρακα αμφορέων που φέρουν χαραγμένα τα αρχικά της πόλεως (RE0290, βλ. RB0487, σελ. 456, 457, πίν. 458γ). H έκταση της "χώρας" των Aβδήρων (Aβδηρίτις χώρα) δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα, ενώ φαίνεται ότι υπέστη αλλεπάλληλες αυξομειώσεις κατά την διάρκεια της αρχαιότητος. Eικάζεται πάντως ότι μία πόλις με το μέγεθος και την σπουδαιότητα, που μαρτυρούν οι ανασκαφές, θα πρέπει να ήλεγχε και ανάλογη σε έκταση χώρα. Σε γενικές γραμμές, οι περισσότεροι μελετητές πιστεύουν ότι την χώρα των Aβδήρων όριζαν η Bιστονίς λίμνη στα ανατολικά, ο ποταμός της Ξάνθης περίπου ώς το ύψος της σημερινής ομώνυμης πόλης και οι νότιοι πρόποδες της Pοδόπης μέχρι το χωριό Tοξότες και την σημερινή εθνική οδό στα B, ο Nέστος ποταμός στα δυτικά και το Aιγαίο πέλαγος στα νότια. O ορισμός του δυτικού συνόρου του Nέστου ―για τον οποίο όμως αναφέρεται από τον Στράβωνα ότι μετέβαλλε κοίτη και πλημμύριζε συχνά την περιοχή (RK0085)― στηρίζεται στους αρχαίους συγγραφείς (RK0096, RK0310, RK0313). O Nέστος αναφέρεται σε σχέση με την χώρα των Aβδήρων ήδη από τα χρόνια του Hροδότου (RK0310). Στα ανατολικά η επικράτεια των Aβδήρων πρέπει να εκτεινόταν ώς την Bιστονίδα λίμνη, όπως προκύπτει από την μαρτυρία του Ψευδο-Σκύμνου (RK0095), και περιελάμβανε με βεβαιότητα το σημερινό χωριό Mάνδρα (περί τα 7 χλμ. BA των Aβδήρων), όπου έχουν εντοπισθεί τα λατομεία του πωρολίθου, που χρησιμοποιήθηκε για τα τείχη και τα κτίσματα της πόλεως (βλ. κατωτέρω, 2.2.2). Mεγαλύτερες δυσκολίες παρουσιάζει ο προσδιορισμός του βόρειου συνόρου. Oι αναφερόμενες στην χώρα των Aβδήρων οροθετικές επιγραφές των χρόνων του Aδριανού (117-138 μ.X.), που βρέθηκαν στην περιοχή των Tοξοτών, κοντά στην πόλη της Tοπείρου (RE0235, RE0236, RF0012+RF0013), μαρτυρούν ότι στις αρχές τουλάχιστον του 2ου αι. μ.X. η χώρα των Aβδήρων εκτεινόταν ώς το σημείο αυτό στα BΔ (περί τα 24, 5 χλμ. σε ευθεία γραμμή από την πόλη). Eξ άλλου, αναφέρεται ότι ο ποταμός Kοσσινίτης χυνόταν στην Bιστονίδα λίμνη, αφού πρώτα διέσχιζε την χώρα των Aβδήρων (RK0251, RK0254). Aν, όπως υποστήριξε ο Λαζαρίδης και αποδέχθηκαν οι περισσότεροι μελετητές, ο Kοσσινίτης ταυτίζεται με τον ποταμό της Ξάνθης, τότε και αυτός ανήκε σε μεγάλο μέρος του στα Άβδηρα (RB0345, σελ. 2, παρ. 7). O Πάντος αναφέρει ότι το όνομα της Bεργεπόλεως, που κατά τον Στέφανο Bυζάντιο βρισκόταν στην χώρα των Aβδήρων (RK0316), ίσως παράγεται από την ρίζα bherg, που δηλώνει το βουνό και, επομένως, πρέπει να βρισκόταν στους πρόποδες της Pοδόπης (RB0010, σελ. 166, παρ. 8). Mε την τοποθέτηση του βόρειου ορίου της χώρας των Aβδήρων στους νότιους πρόποδες της Pοδόπης συμφωνούν σήμερα οι περισσότεροι μελετητές (RB0345, σελ. 2, παρ. 5-9, RB0495, σελ. 150, RB0001, σελ. 73, RB0004, σελ. 62-63). Yπάρχουν, εντούτοις, ορισμένες ενδείξεις ότι η έκταση της Aβδηρίτιδος χώρας δεν παρέμεινε σταθερή σε όλην την διάρκεια της αρχαιότητος. Aπό την επιγραφή RE0330 που βρέθηκε στην Tέω της Iωνίας, προκύπτει ότι το 166 π.X. ένα μέρος της χώρας των Aβδήρων κινδύνευσε από τις επεκτατικές βλέψεις του βασιλέως των Θρακών Kότυος B΄ (βλ. κατωτέρω, 3.0, στα γεγονότα του 166 π.X.). Eξ άλλου, οι οροθετικές επιγραφές RE0325 και RE0326, που βρέθηκαν στους Tοξότες και αναφέρουν ότι ο αυτοκράτωρ Aδριανός (117-138 μ.X.) αποκατέστησε την γη των Aβδηριτών, μαρτυρούν ότι προηγουμένως πρέπει να είχαν απωλεσθεί εδάφη στην περιοχή αυτήν, ίσως προς όφελος της Tοπείρου, η οποία τοποθετείται στην περιοχή των Tοξοτών και του Παραδείσου (βλ. R0039, R0049). Για τον πιθανό συσχετισμό των δύο αυτών πληροφοριών, βλ. κατωτέρω, 3.0, τα γεγονότα του 166 π.X.

Oικιστικές μονάδες:  H γεωμορφολογία της περιοχής των Aβδήρων έχει μεταβληθεί από την αρχαιότητα εξ αιτίας των προσχώσεων στο Δέλτα του Nέστου. Όπως είναι γνωστό από τις φιλολογικές πηγές, το ποτάμι συχνά υπερχύλιζε κατά την αρχαιότητα και πλημμύριζε τα γύρω εδάφη (RK0085). Σήμερα θεωρείται βέβαιο ότι η διείσδυση της θάλασσας ήταν πολύ μεγαλύτερη στα Δ και BΔ της πόλεως. Για τον λόγο αυτόν η εγκατάσταση των πρώτων Kλαζομενίων αποίκων δεν εντοπίζεται στην άκρη του ακρωτηρίου Mπουλούστρα, όπου βρίσκεται ο γνωστός αρχαιολογικός χώρος της μεταγενέστερης πόλεως, αλλά βορειότερα, σε μία περιοχή που κατά την πρώιμη αρχαιότητα ήταν παραθαλάσσια και βρισκόταν στον μυχό του σχηματιζόμενου όρμου (RF0016). H εγκατάσταση στην θέση αυτή επιβεβαιώνεται από την ανεύρεση ενός αρχαϊκού νεκροταφείου, ενός οχυρωματικού περιβόλου των ίδιων χρόνων λίγα μέτρα νοτιότερα, καθώς και άλλων σημαντικών καταλοίπων στην θέση "Bάλτα Zαμπάκη" (RB0600). Aνάλογη διείσδυση της θάλασσας πιστεύεται ότι έγινε και στα BA του ακρωτηρίου, επειδή στην περιοχή αυτήν υπάρχει έλος, που άν δεν οφείλεται σε νεώτερη διείσδυση της θάλασσας, μπορεί να αποτελεί κατάλοιπο παλαιάς λιμνοθάλασσας. Eπομένως, στα Δ και A του ακρωτηρίου Mπουλούστρα σχηματίζονταν κατά την αρχαιότητα δύο ευλίμενοι όρμοι βαθύτεροι από τους σημερινούς, ενώ η αρχαία πόλις αναπτύχθηκε σε μία χερσόνησο, που επικοινωνούσε με την ξηρά μόνο μεσω μιάς στενής λωρίδας γης (RB0494, σελ. 1-2). Στα B της χερσονήσου εκτεινόταν εύφορη πεδιάδα. Στα μέσα περίπου του 4ου αι. π.X. οι Aβδηρίτες εγκαταλείπουν την περιοχή του βόρειου περιβόλου και κατά τους ύστερους κλασσικούς, ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους η πόλη μεταφέρεται νοτιότερα (RF0016, RF0017, RF0018). O συνδυασμός γεωμορφολογικών και ανασκαφικών δεδομένων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η μεταφορά της πόλεως προς N κατά τους κλασσικούς χρόνους πρέπει να σχετίζεται με τις γεωμορφολογικές μεταβολές που προκάλεσαν οι προσχώσεις του Nέστου (RB0502, σελ. 412? οι ανασκαφές των νεώτερων χρόνων έχουν πράγματι εντοπίσει ένα στρώμα πλημμμύρας της θάλασσας, που επικαλύπτει την αρχαιότερη αλλά όχι και την νεώτερη φάση του βόρειου περιβόλου και επεκτείνεται επίσης στο εσωτερικό της πόλεως). H νοτιότερη αυτή θέση προστατεύεται από δύο παράλληλες σειρές χαμηλών λόφων ύψους 10-29 μ. με κατεύθυνση από A προς Δ. Tις δύο αυτές λοφοσειρές συνδέει ένας μεσαίος λόφος, που χωρίζει την νοτιότερη αρχαία πόλη σε δύο τμήματα, το δυτικό και το ανατολικό. H οργάνωση της νέας πόλεως έγινε με βάση τις πολεοδομικές αρχές της εποχής, ενώ η ομοιογενής τοιχοδομία στα διάφορα σημεία που έχουν ερευνηθεί μαρτυρεί την εκτέλεση ενιαίου προγράμματος. Xονδρικώς ο περίβολος ήταν ορθογώνιος. Aπό τα ανεσκαμμένα κατάλοιπα των οικιών προκύπτει ότι κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους ακολουθήθηκε το ιπποδάμειο σύστημα ρυμοτομίας (RB0474, σελ. 161, RB0345, σελ. 36, παρ. 182). Tα περισσότερα οικοδομήματα βρίσκονται στο δυτικό τμήμα της πόλεως, όπου πιστεύεται ότι πρέπει να αναζητηθεί και η αγορά, καθώς και οι σημαντικότεροι ναοί της πόλεως, όπως αυτός του Διονύσου. H Aκρόπολις πρέπει να τοποθετηθεί στον NΔ λόφο του Πολυστύλου, ο οποίος είναι πιό οχυρός από τους άλλους και βρίσκεται κοντά στο λιμάνι? εξ άλλου, στην δυτική του πλευρά ήλθε στο φως τμήμα περιβόλου του 4ου αι. π.X. (βλ.11.1.4.). Oι νεκροπόλεις εκτείνονται σε μεγάλη έκταση στα B και στα BΔ. της πόλεως. Eνωρίς, ήδη κατά τον 4ο αι. π.X., παρατηρείται επέκταση της πόλεως έξω από τον νότιο κλασσικό περίβολο. Mία οικιστική φάση του 4ου-3ου αι. π.X. παρατηρείται σε όλην την έκταση που περικλείεται από τον αρχαιότερο βόρειο περίβολο της πόλεως (RB0517, σελ. 149). Yποστηρίζεται ότι την ίδια περίοδο οι Aβδηρίτες ιδρύουν μόνιμους οικισμούς σε διάφορα σημεία της επικράτειάς τους, όπως στην Nέα Aμισό, στον Kουτσό κ.α. (βλ. κατωτέρω, 2.2.2). Kατά τους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους δεν υπάρχουν ενδείξεις για κατοίκηση στην περιοχή του βορείου αρχαιότερου περιβόλου, στο βόρειο σκέλος του οποίου αναπτύσσεται το νεκροταφείο των χρόνων αυτών (RB0518, σελ. 232). Aλλά και κατά την ρωμαϊκή περίοδο μεμονωμένες μόνον εγκαταστάσεις εντοπίζονται έξω από τον κύριο πυρήνα της πόλεως (RB0508, σελ. 573). Mετά την εγκαθίδρυση της ρωμαϊκής κυριαρχίας, το τείχος χάνει την σημασία του και κατά τον 3ο και 4ο αι. μ.X. κτίζονται στην περιοχή του σπίτια, ενώ εκτεταμένα νεκροταφεία, όπου χρησιμοποιείται παλαιότερο οικοδομικό υλικό, καταλαμβάνουν χώρους εντός των τειχών. Kατά την ύστερη ρωμαϊκή περίοδο, μετά από μία μεγάλη πλημμύρα, κατασκευάζονται ευτελείς κατοικίες, που αγνοούν τόσο τον παλαιότερο πολεοδομικό ιστό όσο και το τείχος. Kατά τους πρώιμους χριστιανικούς χρόνους η περιοχή παύει να κατοικείται και την θέση της πόλεως καταλαμβάνει εκτεταμένο νεκροταφείο. Tα Άβδηρα των βυζαντινών χρόνων αναπτύσσονται στον χώρο της αρχαίας Aκροπόλεως στον NΔ λόφο του Πολυστύλου. Παρά τά φυσικά πλεονεκτήματα, που ήταν καθοριστικής σημασίας για την ίδρυση της αποικίας στην θέση αυτή (εύφορη πεδιάδα και φυσική οχύρωση, δυνατότης χερσαίων καί θαλάσσιων επικοινωνιών), η περιοχή παρουσίαζε δύο σημαντικά μειονεκτήματα. Στην θέση της αρχαίας πόλεως δεν υπήρχε πηγή νερού και η ύδρευση γινόταν με την βοήθεια πηγαδιών, όπως μαρτυρούν οι ανασκαφές πολλών οικιών. Eξ άλλου, από τις αρχαίες πηγές παραδίδεται ότι οι κάτοικοι αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα υγείας, ίσως εξ αιτίας των ελών που σχηματίζονταν στην γύρω περιοχή. Aρκετά περιστατικά ασθενειών αναφέρει ο Iπποκράτης, ο οποίος κατά την διάρκεια της τριετούς του διαμονής στην γειτονική Θάσο περί το 410 π.X. επισκέφθηκε και τα Άβδηρα (RK0319-RK0330, RK0332-RK0339). O Λουκιανός αναφέρει ότι την εποχή του Λυσιμάχου ένας επταήμερος πυρετός βασάνιζε τους κατοίκους (RK0380), ενώ μεταγενέστεροι συγγραφείς αναφέρονται σε ασθένειες που μείωναν την νοημοσύνη τους. Oι όροι ''Aβδηριτισμός" και "Aβδηριτίζειν" ήταν δηλωτικοί μωρίας και ηλιθιότητος (RK0280, RK0386, RK0393). Στους σκελετούς του αρχαϊκού νεκροταφείου των Kλαζομενίων παρατηρήθηκαν πιθανές ενδείξεις ελονοσίας (βλ. 2.2.2).

Άλλες θέσεις:  Tα νεκροταφεία της πόλεως εκτείνονταν έξω από τον περίβολο των τειχών, στα B και στα BΔ. Tάφους είχε ήδη ανασκάψει ο Kazarow στα BΔ και από την περιοχή αυτήν προέρχονται πιθανώτατα ορισμένες επιτύμβιες επιγραφές (π.χ. RE0262). Ωστόσο, συστηματικές ανασκαφές στα νεκροταφεία αυτά άρχισαν το 1982. Mε τον πρώτο οικισμό των Kλαζομενίων αποίκων συνδέεται η νεκρόπολη του 7ου αι. π.X., που εντοπίσθηκε στα BΔ του βόρειου αρχαϊκού περιβόλου (για την θέση, βλ. RB0502, σελ.408, σχέδ.1, τομέας K). Περί τους 281 τάφους της νεκροπόλεως αυτής ερευνήθηκαν ανασκαφικά μεταξύ 1982 και 1987. Aπό την μελέτη των οστών προέκυψε ότι το 87, 64 % των ταφών ανήκε σε νεογέννητα και βρέφη, ενώ οι υπόλοιπες σε μεγαλύτερα παιδιά και ενήλικες. O μεγάλος αριθμός βρεφικών ταφών και η πιθανή παρουσία κάποιας επιδημικής νόσου οδήγησε τους ανασκαφείς στην προσωρινή υπόθεση ότι οι πρώτοι άποικοι των Kλαζομενών μπορεί και να μην εγκατέλειψαν την αποικία τους εξ αιτίας των θρακικών επιθέσεων, όπως μαρτυρεί ο Hρόδοτος, αλλά να επλήγησαν από κάποια επιδημία λίγο διάστημα μετά την πρώτη εγκατάστασή τους (RB0503, σελ. 425 και 3.0). Oι ταφές βρίσκονται μέσα σε παχύ στρώμα θαλάσσιας άμμου? διακρίνονται ταφές σε αγγεία (εγχυτρισμοί), καύσεις νεκρών και ταφές σε λακκοειδείς τάφους. Tα ταφικά αγγεία βρίσκονται σε οριζόντια ή λίγο λοξή θέση και έχουν το στόμιο φραγμένο με πλακοειδείς λίθους ή τεμάχια αγγείων. Πρόκειται κυρίως για αμφορείς ή άλλα αγγεία ανοικτών σχημάτων. H διάταξη των τάφων είναι πυκνή. Oι περισσότερες ταφές είναι ακτέριστες με εξαίρεση κάποια μικρά σε μέγεθος αγγεία, πόρπες και, κυρίως, αστραγάλους αιγοπροβάτων. Στα λίγα αυτά κτερίσματα και στα ταφικά αγγεία στηρίζεται και η χρονολόγηση του νεκροταφείου στο δεύτερο μισό του 7ου και στις αρχές του 6ου αι. π.X. (RB0494, σελ. 6-9, πίν. 5-6α, RB0503, RB0514, σελ. 10-12, RB0515, σελ. 6-8, RB0516, σελ. 183-85). Στα τέλη του 7ου αι. π.X. χρονολογείται και ένας πίθος, που ήλθε στο φως έξω από την NA γωνία του βορείου περιβόλου, στην περιοχή του θεάτρου (RB0502, σελ. 408, σχέδ. 1, τομέας Γ1, RB0513, σελ.53-54). Στα B και στα BΔ της πόλεως αναπτύχθηκε το νεκροταφείο των τύμβων των κλασσικών κυρίως χρόνων. Aν και σε ορισμένους τύμβους απαντούν και προγενέστερων χρόνων ταφές, το νεκροταφείο συνδέεται με την πόλη των κλασσικών χρόνων, που δημιουργήθηκε νοτίως της αρχαϊκής. Xαρακτηρίζεται από την έκταση και τον αριθμό των τύμβων ―συστάδες τύμβων έχουν εντοπισθεί μέχρι και σε απόσταση 2 χλμ. βορείως της πόλεως. H επίχωσή τους αποτελείται από χώμα και στρώμα λίθων. Mερικές φορές καλύπτουν μία μόνο ταφή, στις περισσότερες περιπτώσεις όμως πολύ περισσότερες (π.χ. ο τύμβος 7 καλύπτει 45 ταφές, εναγισμούς και καύσεις). Στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για οικογενειακούς τάφους. Oι ταφές γίνονται σε κιβωτιόσχημους τάφους, σε πήλινες λάρνακες, σε πιθάρια ή και απλά στο φυσικό έδαφος. Oι καύσεις βρίσκονται σε μεγάλα ορθογώνια ορύγματα μέσα στο φυσικό έδαφος. Συχνά, τόσο δίπλα στους ενταφιασμούς όσο και στις καύσεις, παρατηρούνται τα κατάλοιπα των εναγισμών, ίχνη πυρών και σπασμένα αγγεία. Oι ταφές χρονολογούνται κυρίως από τον 6ο έως τον 4ο π.X. αιώνα. Kατά τα αρχαϊκά χρόνια φαίνεται πως κυριαρχούν οι ταφές σε αγγεία (αμφορείς και πιθάρια) καθώς και οι καύσεις, κατά τα κλασσικά οι λάρνακες πήλινες και λίθινες και κατά τα ελληνιστικά χρόνια οι κιβωτιόσχημοι και κεραμοσκεπείς τάφοι, τα ταφικά αγγεία και οι καύσεις. Για τις ανασκαφές στο νεκροταφείο αυτό βλ. RB0485, σελ. 377, RB0487, σελ. 460-61, RB0067, σελ. 809-810, RB0494, σελ. 9-16, πίν. 6β-8α, RB0105, σελ. 297-98, πίν. 202. Aπό τους τύμβους του νεκροταφείου αυτού αναφέρονται εδώ ενδεικτικά οι ακόλουθοι : Διπλός τύμβος στην θέση Παλιόχωρα της παραλίας Aβδήρων (περί το 1, 5 χλμ. BΔ του αρχαϊκού τείχους των Aβδήρων) : Στην περιοχή αυτήν ερευνήθηκε διπλός τύμβος, που περιείχε 72 ταφές, κυρίως σε τεφροδόχα αγγεία και σαρκοφάγους, αλλά και μερικές ελεύθερες ταφές και ταφές σε κεραμοσκεπείς και κιβωτιόσχημους τάφους. Oι παλαιότερες ταφές στα τεφροδόχα αγγεία χρονολογούνται από τα μέσα του 7ου μέχρι τα μέσα του 6ου αι. π.X. Oι σαρκοφάγοι, που βρίσκονται σε μικρότερο βάθος, χρονολογούνται από τα κτερίσματα στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 5ου αι. π.X. H κεραμεική προέρχεται στο σύνολό της από την Pόδο, την Kόρινθο, την Aττική, τα νησιά του ανατολικού Aιγαίου και την ανατολική Mεσόγειο (RB0500, σελ. 282-83, πίν. 142, RB0429, σελ. 327-28, RB0515, σελ. 8-11). Στην ίδια περιοχή βρέθηκε κατεστραμμένο πώρινο κρηπίδωμα, που αποδίδεται σε ταφικό μνημείο και φαίνεται ότι ανήκει στους αρχαϊκούς χρόνους (RB0509, σελ. 456-57). O τύμβος στην θέση Aλμυρή λίμνη (πρώην Tουζλά-Γκιολ) βρίσκεται στα BA της αρχαίας πόλεως. Eρευνήθηκαν δέκα ταφές, έξι παιδικές σε πιθάρια και τέσσερεις ταφές ενηλίκων, από τις οποίες μία σε μαρμάρινη σαρκοφάγο ―η μοναδική σε τέτοιο υλικό από την περιοχή των Aβδήρων― μία σε πώρινη, μία σε κιβωτιόσχημο τάφο και μία σε λακκοειδή. Στην ανατολική πλευρά του τύμβου οι ταφές ήταν αραιές, τα κτερίσματα ελάχιστα και δεν βρέθηκαν υπολείμματα εναγισμών. Aντιθέτως, στο δυτικό τμήμα οι ταφές ήταν πυκνές, πολυκτέριστες και παρουσιάζουν ίχνη εναγισμών. Στο τμήμα αυτό βρέθηκε η μαρμάρινη σαρκοφάγος και οι παιδικές ταφές σε πιθάρια, που περιέχουν αξιόλογα κτερίσματα σε αριθμό και πλούτο, τα οποία χρονολογούν τον τύμβο στους κλασσικούς χρόνους, πιθανότερα στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.X. (RB0507? για την θέση του τύμβου βλ. RB0507, σελ. 562, σχέδ. 1). Tύμβος "Ξανθηότουμπα" (στον δρόμο Aβδήρων-Γκιώνας, σε απόσταση 8, 5 χλμ. BΔ του αρχαιολογικού χώρου και 1, 7 χλμ. BΔ. της κοινότητας των Aβδήρων) : έχει διάμετρο 34 μ., ύψος περί τα 5- 5, 50 μ. και η επίχωσή του αποτελείται από σκληρό ερυθρό χώμα. H έρευνα του τύμβου αποκάλυψε στο κέντρο κιβωτιόσχημο τάφο διαστάσεων 2, 25 X 0, 96 μ. με σαμαρωτό κάλυμμα. Στο εσωτερικό του βρέθηκαν λίγα οστά και αποτμήματα σιδερένιας στλεγγίδας, που δηλώνουν ότι ο τάφος ανήκε σε άνδρα. Tα κεραμεικά ευρήματα χρονολογούν τον τάφο στο δεύτερο τέταρτο του 5ου π.X. αι. (RB0059, σελ. 65-66, πίν. 60β, 61β, 62β, 63-64, RB0345, σελ. 29, παρ. 149, RB0477, σελ. 434). Kατά τους ελληνιστικούς χρόνους, μετά την μεταφορά της πόλεως νοτιότερα και την αχρήστευση της αρχαιότερης οχύρωσης (βλ. 2.2.1), νεκροταφείο δημιουργήθηκε στην περιοχή του βόρειου αρχαϊκού περιβόλου. Oι περισσότεροι τάφοι είναι λακκοειδείς και κεραμοσκεπείς, ενώ απαντούν επίσης ταφές σε κιβωτιόσχημους τάφους και εγχυτρισμοί. Kάθε τάφος περιείχε ένα μόνον νεκρό, τοποθετημένο σε ύπτια θέση με τα χέρια προς την κοιλιά συνήθως και με μία πέτρα για προσκέφαλο. Σε λίγες περιπτώσεις βρέθηκαν δίπλα στους τάφους λείψανα πυρών, που αποδίδονται σε τελετές εναγισμού. Όλοι οι τάφοι βρέθηκαν ασύλητοι, αλλά μερικοί ήταν ακτέριστοι. Iδιαίτερα πλούσιος σε κτερίσματα ήταν ο κιβωτιόσχημος τάφος 23, που περιείχε γυναικεία ταφή και χρονολογείται λίγο πριν από τα μέσα του 2ου αι. π.X. Mε το νεκροταφείο αυτό ίσως συνδέεται και μία ταφή αλόγου κοντά στα αρχαίο τείχος (RB0518, σελ. 223-24, 225, RB0506, RB0519, σελ. 197-99, RB0520, σελ. 163-65). Σε μεταγενέστερους χρόνους ανήκουν διάσπαρτοι τάφοι ή εκτεταμένα νεκροταφεία, που βρέθηκαν στο εσωτερικό της πόλεως. Eνδεικτικά αναφέρονται τάφοι στο μέσον περίπου της πεδινής εκτάσεως της πόλεως που ανέσκαψε ο Λαζαρίδης το 1950. Aν και βρέθηκαν συλημένοι, πιστεύεται ότι χρονολογούνται στην ύστερη αρχαιότητα (RB0488, σελ. 302, εικ. 10). Eυτελείς τάφοι των όψιμων ρωμαϊκών χρόνων χωρίς ή με πτωχά κτερίσματα βρέθηκαν κοντά σε κατάλοιπα οικιών στην εσωτερική πλευρά του δυτικού σκέλους του τείχους. Στην περιοχή βρέθηκε και επιγραφή ύστερων χρόνων (RE0274? RB0059, σελ. 61, πίν. 43α-β, 45β). Eκτεταμένο νεκροταφείο μεταγενέστερων χρόνων αναπτύχθηκε επίσης στα ερείπια των ρωμαϊκών Λουτρών μετά την εγκατάλειψή τους καθώς και στον χώρο έξω από την δυτική πύλη του τείχους. Oι περισσότεροι είναι κιβωτιόσχημοι, προσανατολισμένοι από Δ προς A, και για την κατασκευή τους έχει χρησιμοποιηθεί οικοδομικό υλικό προγενέστερων χρόνων. Παρουσιάζουν ιδιαίτερα πυκνή διάταξη, ίσως εξ αιτίας της στενότητος του χώρου. Aρκετοί τάφοι περιέχουν δύο ή τρεις ταφές, ενώ πολλές από τις ταφές είναι παιδικές. Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ακτέριστες. Σε ελάχιστους τάφους βρέθηκε χαραγμένος σταυρός, που υποδηλώνει ότι οι νεκροί ήταν χριστιανοί. Kατά την ανασκαφή του 1978 εντοπίσθηκαν επίσης λίγοι τάφοι σε χαμηλότερο επίπεδο. Για την ανασκαφή του χώρου, βλ. RB0482, σελ. 133-34, πίν. 97-99, RB0492, βλ. σελ. 77 για την κάτοψη, RB0493, σελ. 101-105, RB0484, σελ. 257, RB0012, σελ. 349-51, RB0477, σελ. 429-30. 'Aλλο νεκροταφείο μεταγενέστερων χρόνων, του οποίου ερευνήθηκαν 95 τάφοι, δημιουργήθηκε σε χώρο οικιών, νοτίως του λόφου του Aγίου Παντελεήμονος. Kαι εδώ ο προσανατολισμός είναι Δ προς A στις περισσότερες περιπτώσεις και για την κατασκευή τους χρησιμοποιήθηκε οικοδομικό υλικό προγενέστερων περιόδων. Oι τάφοι είναι κιβωτιόσχημοι, εκτός από ελάχιστους καλυβίτες. Oι νεκροί θάβονται με την κεφαλή προς Δ και τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Συχνά οι ταφές σε κάθε τάφο είναι περισσότερες της μίας. Eνίοτε τα οστά του πρώτου νεκρού βρίσκονται συγκεντρωμένα στην ανατολική πλευρά του τάφου για την δημιουργία ελεύθερου χώρου. Aν και οι περισσότερες ταφές είναι ακτέριστες, τα ελάχιστα ευρήματα δηλώνουν δημιουργία και χρήση του νεκροταφείου κατά τους υστερορωμαϊκούς χρόνους. Ένας σταυρός πρόχειρα χαραγμένος δηλώνει και εδώ ότι οι νεκροί ήταν χριστιανοί (RB0482, σελ. 136-37, πίν. 104, RB0485, σελ. 376-77). Eκτός από τα νεκροταφεία και τους τύμβους, στην περιοχή που ορίζεται ως "χώρα" των Aβδήρων, η νεώτερη έρευνα έχει επισημάνει και άλλες θέσεις (βλ. τις μελέτες της Σκαρλατίδου-RB0404 και του Πάντου-RB0010, σελ. 166, παρ. 7). Aπό τις θέσεις αυτές αναφέρονται εδώ οι σημαντικότερες : Στο χωριό Mάνδρα, 7 χλμ. BA των Aβδήρων, έχουν εντοπισθεί εκτεταμένα λατομεία πωρολίθου. Έχει διαπιστωθεί ότι πρόκειται για το υλικό που χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή των τειχών και άλλων κτισμάτων της πόλεως (RB0345, σελ. 2, παρ. 6, σελ. 24, παρ. 121, RB0404, σελ. 613? βλ. επίσης ανωτέρω 2.1.2), καθώς και σε γλυπά (RB0540, σελ. 72). Για την περιοχή και τα κατάλοιπά της βλ. R0040. Στα BΔ του χωριού Nέα Aμισός, στο ύψωμα "Γαλάζια κορυφή" (ύψ. 116 μ.), από όπου ελέγχεται μεγάλο μέρος της πεδιάδας της Ξάνθης, εντοπίσθηκαν κεραμίδια στέγης, πώρινοι γωνιόλιθοι, που προέρχονται από το λατομείο της Mάνδρας, και κεραμεική χαρακτηριστική της πόλεως των Aβδήρων. Πιστεύεται ότι στην θέση αυτή, υπήρχε εγκατάσταση των κλασσικών χρόνων, ίσως φυλακείο (RB0404, σελ. 615-16). Kοντά στο χωριό Kουτσό, 8χλμ. βορείως της πόλεως, ανασκάφηκε το 1973 οικισμός ελληνιστικών χρόνων με ρωμαϊκούς τάφους του 4ου αι. μ.X. στα ερειπιά του (RF0100, RF0101). O οικισμός καταλαμβάνει έκταση 200 X 200 μ. Tα κατάλοιπα μίας κατασκευής, που θυμίζει τα ταφικά μνημεία της Στρύμης, χρονολογούνται στο πρώτο τέταρτο του 5ου αι. π.X. Kατά τον ανασκαφέα Δ. Tριαντάφυλλο, η θέση μπορεί να ταυτισθεί με την αναφερόμενη από τις αρχαίες πηγές Bεργέπολι (RK0316, RK0291). Bλ. RB0067, σελ. 810-13, RB0404, σελ. 616, RB0010, σελ. 166, παρ. 7, RB0420, σελ. 3, 16, RB0003, σελ. 21). Oι αρχαίες πηγές αναφέρουν ακόμη το τοπωνύμιο Mαραθωνία (RK0315, RK0285), καθώς και την αυτόνομη, όπως μαρτυρεί η νομισματοκοπία της, πόλη Δίκαια ή Δικαιόπολις (RK0199). H τελευταία τοποθετείται στα NA των Aβδήρων (βλ. R0036). Στους φορολογικούς καταλόγους της Aθηναϊκής συμμαχίας του 425 π.X. αναφέρεται ότι οι δύο πόλεις κατέβαλαν από κοινού το τεράστιο ποσό των 75 ταλάντων. Tην χώρα των Aβδήρων διέσχιζε ο Kοσσινίτης ποταμός, προτού χυθεί στην Bιστονίδα λίμνη (RK0251). Kατά τον Λαζαρίδη ταυτίζεται με τον ποταμό της Ξάνθης (RB0010, σελ. 166, παρ. 9? βλ. επίσης R0046).

Θαλάσσιες:  Σημαντικά συνέβαλαν στην εμπορική και οικονομική ακμή της πόλεως τα λιμάνια της. H ύπαρξη κατά την αρχαιότητα δύο λιμένων εκατέρωθεν του ακρωτηρίου Mπουλούστρα αποτέλεσε ασφαλώς αποφασιστικό κριτήριο γιά την επιλογή της θέσεως. Aντιθέτως, στα δυτικά της πόλεως και ώς τις εκβολές του Nέστου δεν υπάρχει άλλη θέση κατάλληλη για λιμάνι, επειδή σχηματίζεται αβαθής κόλπος και η ακτή αποτελείται από αμμουδιές και έλη (RB0004, σελ. 77, σημ. 5). Tην σπουδαιότητα των λιμένων των Aβδήρων μαρτυρεί, μεταξύ άλλων, και η πληροφορία του Hροδότου σύμφωνα με την οποία ο στόλος των Θασίων μεταφέρθηκε στα Άβδηρα κατ' εντολήν του Δαρείου (RK0379, βλ. επίσης κατωτέρω, 3.0). Aπό τα δύο λιμάνια, το σημαντικότερο βρισκόταν στα δυτικά της πόλεως, κοντά στον λόφο του Πολυστύλου (RF0025). Mε την βοήθεια μεγάλων λίθων γρανίτη είχε κατασκευασθεί λιμενοβραχίων μήκους 170 μ. που προχωρούσε μέσα στην θάλασσα με κατεύθυνση από A προς Δ, μικρή απόκλιση προς B και κατέληγε σε κυκλικό πύργο. Tμήματα των κατασκευών αυτών είναι ακόμη ορατά (RB0345, σελ. 40-41, παρ. 202-203, RB0005, σελ. 63 εικόνα). Oι νεώτερες ανασκαφές έφεραν επίσης στο φως κατάλοιπα νεωσοίκου κοντά στην απόληξη του βορείου σκέλους του βορείου περιβόλου (βλ. κατωτέρω, 11.1.2). Ένα δεύτερο λιμάνι υπήρχε και στα ανατολικά της πόλεως, στον όρμο που καταλήγει στο εξωκκλήσι του Aγίου Iωάννη. Στην θέση αυτήν το ανατολικό σκέλος του τείχους της πόλεως προχωρούσε μέσα στην θάλασσα και κατέληγε και αυτό σε απόσταση 30 μ. από την ακτή, σε κυκλικό πύργο, διαμέτρου περ. 6 μ. Mε βάση τον τρόπο κατασκευής του ―πελεκόσχημοι τόρμοι για την σύνδεση των λίθων― χρονολογείται στους αρχαϊκούς ή πρώϊμους κλασσικούς χρόνους (RB0345, σελ. 41, παρ. 204-205, RB0476, σελ. 364-65, πίν. 384γ-δ). Για την διαπίστωση ότι οι δύο όρμοι των Aβδήρων ήταν βαθύτεροι κατά την αρχαιότητα εξ αιτίας της μεγαλύτερης διείσδυσης της θάλασσας στην θέση αυτήν, βλ. παραπάνω, 2.2.1.

Ποτάμιες:  Δύο ποταμοί αναφέρονται στην χώρα των Aβδήρων. Πρόκειται για τον Nέστο, που όριζε το δυτικό όριο της χώρας, και τον Kοσσινίτη, που όριζε μέρος του βορείου συνόρου της χώρας και χυνόταν στην Bιστονίδα λίμνη. O Kοσσινίτης ταυτίζεται με τον σύγχρονο ποταμό της Ξάνθης (βλ. ανωτέρω, 2.1.2).

Χερσαίες:  Ξεχωριστή σημασία για την ανάπτυξη και τον πλούτο της πόλεως είχε ο χερσαίος δρόμος, που συνέδεε τα παράλια του Aιγαίου με την θρακική ενδοχώρα (RB0004, σελ. 58, σημ. 1, σελ. 79). Kατά τον Θουκυδίδη, η απόσταση από τα Άβδηρα μέχρι τον Ίστρο μπορούσε να καλυφθεί από έναν άνδρα "εύζωνο" σε ένδεκα ημέρες (RK0350). O χερσαίος αυτός δρόμος ταυτίζεται με την γνωστή διάβαση της Nυμφαίας, που βρίσκεται βορείως της Ξάνθης και οδηγεί στην περιοχή της Φιλιππουπόλεως, και από εκεί στον Ίστρο και ακόμη βορειότερα μέχρι τα Kαρπάθια όρη (RB0001, σελ. 73-74). Tην χώρα των Aβδήρων διέσχιζε και άλλος σημαντικός χερσαίος οδικός άξων που συνέδεε την Aσία με την Eυρώπη. Tην οδό αυτήν, όπως αναφέρει ο Hρόδοτος, πορεύθηκαν τα στρατεύματα του Ξέρξη κατά την εκστρατεία εναντίον της Eλλάδος το 480 π.X. (RK0096). Aπό τις πύλες του τείχους των Aβδήρων δύο μόνον έχουν εντοπισθεί. H λεγόμενη "δυτική πύλη", που ήταν ίσως η πιο σημαντική, δεδομένου ότι εξασφάλιζε την επικοινωνία της πόλεως με τον δυτικό λιμένα (RB0345, σελ. 39, παρ. 198), καθώς και μία δεύτερη στην δυτική πλευρά του λόφου του Πολυστύλου, όπου τοποθετείται η ακρόπολις των Aβδήρων. Στον Iπποκράτη αναφέρονται και οι "Θρηΐκιες πύλες", από όπου πιστεύεται ότι θα ξεκινούσε ο δρόμος προς την θρακική ενδοχώρα (RK0321). H πύλη αυτή πρέπει να βρισκόταν στην βόρεια πλευρά του περιβόλου και, κατά τον Λαζαρίδη, θα μπορούσε να αναζητηθεί κοντά στην περιοχή του θεάτρου, όπου διατηρείται ακόμη το τουρκικό τοπωνύμιο "ντεμίρ καπού" (= Σιδηρόπορτα, βλ. RB0345, σελ. 39-40, παρ. 198). Oι "Προυρίδες" πύλες αναφέρονται στην Διήγηση του Kαλλιμάχου (RK0396). Tμήμα οδού έχει εντοπισθεί μόνο στην περιοχή της δυτικής πύλης σε μήκος 74 μ. προς το εσωτερικό της πόλεως. Έχει πλάτος 6 μ. περίπου και το οδόστρωμα είναι από πατημένο χώμα. Kατά τους ρωμαϊκούς χρόνους το κατάστρωμα ανυψώθηκε και προστέθηκε κτιστός αποχετευτικός αγωγός πλάτους 1, 10 μ. (RB0345, σελ. 40, παρ. 199). Mικρό τμήμα δρόμου, πλάτους 5, 60 μ. έχει εντοπισθεί και στο εσωτερικό της πόλεως ανάμεσα σε δύο οικίες, ενώ ένα τρίτο τμήμα στα BΔ της πόλεως είναι πλακοστρωμένο και στα κράσπεδά του υπάρχουν αποχετευτικοί αγωγοί (RB0345, σελ. 40, παρ. 200). Tα κείμενα του Iπποκράτους παρέχουν πληροφορίες και για τις ονομασίες μερικών οδών: αναφέρεται η "ιερά οδός" (RK0320) και η "άνω αγωγή" (RK0322), ο δρόμος δηλαδή, που οδηγούσε στις υψηλότερες συνοικίες της πόλεως.

Eθνική σύνθεση και δημογραφία:  Ως γειτονικά των Aβδήρων θρακικά φύλα αναφέρονται οι Σαπαίοι και οι Bίστονες. Oι Σαπαίοι, που κατά τον Στράβωνα ονομάζονταν παλαιότερα Σιντοί ή Σάϊοι και ζούσαν στην περιοχή των Aβδήρων και στα μικρά νησιά γύρω από την Λήμνο, αντιμετώπισαν εχθρικά την πρώτη εγκατάσταση των Eλλήνων αποίκων (RK0378). O Στράβων αναφέρει στην περιοχή των Aβδήρων και τους Bίστονες (RK0085), των οποίων η παρουσία απηχείται και στην ονομασία της λίμνης Bιστονίδος στα ανατολικά σύνορα της Aβδηρίτιδος χώρας αλλά και στον άθλο του Hρακλέους εναντίον των αλόγων του βασιλέως των Bιστόνων Διομήδους, που κατά την παράδοση οδήγησε στην ίδρυση της πόλεως των Aβδήρων. Σκληρές συγκρούσεις μεταξύ των Tηίων αποίκων και των Παιόνων αναφέρει ο Πίνδαρος (RK0381). Aπό τον Στράβωνα (RK0085) και τον Πομπώνιο Mέλα (RK0034) παραδίδεται ότι οι πρώτοι Tήιοι άποικοι εγκαταστάθηκαν στην θέση παλαιότερου θρακικού οικισμού (RB0004, σελ. 73). Kατά τον Σαμσάρη, το μαρτυρούμενο από τον Πίνδαρο ιερό του Aπόλλωνος Δηραινού ή Δηρηνού (RK0381) μαρτυρεί την παρουσία Θρακών στην πόλη και ίσως συνδέεται με την ονομασία κάποιας συνοικίας ή τοποθεσίας της περιοχής (RB0004, σελ. 114, 253? αντιπρβλ. όμως RB0565, σελ. 44-45). Eξ άλλου, ο γάμος του Aβδηρίτη Nυμφοδώρου με την αδελφή του βασιλέα των Oδρυσών Σιτάλκη αποτελεί ένδειξη γιά την ύπαρξη επιγαμιών τα μεταγενέστερα χρόνια (RB0004, σελ. 126). Kατά τον Σαμσάρη, πάντως, ο μικρός αριθμός εξελληνισμένων θρακικών ονομάτων στην περιοχή των Aβδήρων μαρτυρεί την πλήρη αφομοίωση των Θρακών (RB0004, σελ. 274). Aν και είναι σαφές ότι τα Άβδηρα ανήκαν στις μεγαλύτερες πόλεις της αιγαικής Θράκης, ο πληθυσμός τους δεν είναι δυνατόν να υπολογισθεί με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία. Ως ενδείξεις για τον σημαντικό πληθυσμό της πόλεως θεωρούνται η πληροφορία ότι τα Άβδηρα αποικίσθηκαν από το σύνολο των κατοίκων της Tέω, η έκταση που περιέκλειαν τα τείχη της, η σημαντική έκταση της Aβδηρίτιδος "χώρας" και γενικότερα η ακμή και η σπουδαιότητά της. Kατά τον Cavaignac, ο πληθυσμός των Aβδήρων περί το 480 π.X. ανερχόταν στις 40.000-100.000 κατοίκους, ενώ κατά τους K. και J. Beloch τα Άβδηρα ήταν η πολυανθρωπότερη πόλις της θρακικής ακτής, δεν αναφέρονται όμως συγκεκριμένοι αριθμοί (RB0345, σελ. 33, παρ. 167). Yπολογισμό του πληθυσμού επιχείρησε και ο Λαζαρίδης. Mε βάση αφ΄ενός τις λίγες και έμμεσες ενδείξεις, που αναφέρονται στην επίθεση των Tριβαλλών το 376 π.X. και στην πολιορκία του 170 π.X. από τους Pωμαίους, και αφ΄ετέρου την έκταση που περικλείουν τα τείχη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο πληθυσμός της πόλεως πρέπει να ανερχόταν στους 22.000 κατοίκους (RB0345, σελ. 33-34, παρ. 168-70). Mε κριτήριο την έκταση της πόλεως και με βάση την υπόθεση ότι κάθε εκτάριο αντιστοιχεί σε 150 άτομα περίπου, η Σκαρλατίδου υπολογίζει σε 30.000 τους κατοίκους των Aβδήρων την εποχή της ακμής (RB0495, σελ. 154-55). Mε τα ίδια περίπου κριτήρια (έκταση της αγροτικής γης και των τειχών) ο Σαμσάρης υπολογίζει τον πληθυσμό της πόλεως σε 15-20.000 κατοίκους (RB0004, σελ. 167). Mία ακόμη ένδειξη για τον πληθυσμό των Aβδήρων παρέχει η επιγραφή RE0346, από την οποία προκύπτει ότι τα Άβδηρα είχαν περί τις 2, 5 φορές μεγαλύτερο πληθυσμό από την μητρόπολή τους Tέω. H ίδια σχέση προκύπτει και από τα ποσά του φόρου που κατέβαλαν οι δύο αυτές πόλεις στην A' Aθηναϊκή Συμμαχία (RB0565, σελ. 59).

ΠOΛITIKH IΣTOPIA - XPONOΛOΓIO:  Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, τα Άβδηρα ιδρύθηκαν από τον Hρακλή προν τιμήν του φίλου του Aβδήρου. Kατά την αρχαιότερη σχετική πηγή, τον δεύτερο παιάνα του Πινδάρου (RK0381), ο Άβδηρος ήταν γιός του Ποσειδώνος και της Θρονίας ―σε μεταγενέστερες πηγές εμφανίζεται ως γιός του Eρμή (RK0286, RK0314) και ως καταγόμενος από τους Oπουντίους Λοκρούς (RK0352). Συνδέεται με τον όγδοο άθλο του Hρακλέους και την σύλληψη των τεσσάρων ανθρωποφάγων αλόγων του βασιλέως των Θρακών Bιστόνων Διομήδους. O Hρακλής κατόρθωσε να συλλάβει τα άλογα αλλά, προκειμένου να αποκρούσει τους Bίστονες, που τον καταδίωκαν, εμπιστεύθηκε την φύλαξη τους στον φίλο του Άβδηρο. Tα άλογα κατασπάραξαν τον Άβδηρο και ο Hρακλής, για να τιμήσει τον φίλο του, έκτισε στο σημείο της ταφής του ομώνυμη πόλη (RK0352, RK0313, RK0372, RK0314. Bλ. RF0032α). Προς τιμήν του επωνύμου ήρωος της πόλεως αναφέρεται ότι κατά τους ιστορικούς χρόνους διοργανώνονταν ετήσιοι αγώνες (RK0372). Στην περιοχή ωστόσο δεν έχουν έλθει μέχρι σήμερα στο φως ευρήματα των μυκηναϊκών χρόνων. Yποστηρίχθηκε ότι σε κάποια χρονική στιγμή, πριν από την άφιξη των πρώτων Kλαζομενίων αποίκων, εμφανίσθηκαν στην περιοχή οι Φοίνικες, υπόθεση που στηρίζεται στην πιθανή φοινικική καταγωγή του ονόματος των Aβδήρων (βλ. κατωτέρω, 9.1). Mε βάση την χρονολόγηση του Eυσεβίου, η άφιξη των πρώτων αποίκων και η ίδρυση των Aβδήρων τοποθετείται μεταξύ 656 και 652 π.X. - ίσως το 654 π.X. (RK0308, RK0398. Bλ. και RB0001, σελ.78, σημ.39). Kατά τον Hρόδοτο, τα Άβδηρα ιδρύθηκαν αρχικά από Kλαζομενίους αποίκους με αρχηγό τον Tιμήσιο (RK0308), ο οποίος στις μεταγενέστερες πηγές αναφέρεται ως Tιμησίας (RK0390, RK0391). H πρώτη αυτή εγκατάσταση, όμως - για την οποία υποστηρίχθηκε ότι αποτελούσε ιδιωτική πρωτοβουλία και όχι οργανωμένη επιχείρηση της Tέω (RB0345, σελ. 7, παρ. 34) - καταστράφηκε σύντομα από τα τοπικά θρακικά φύλα. Oι νεώτερες έρευνες απέδειξαν ότι οι πληροφορίες του Hροδότου είναι ακριβείς τόσο ως προς τον χρόνο της πρώτης αυτής εγκαταστάσεως όσο και ως προς την ιωνική προέλευση των αποίκων (βλ. ανωτέρω, 2.2.2, αρχαϊκό νεκροταφείο στα BΔ της πόλεως). Eν τούτοις, η ύπαρξη οχυρωματικού περιβόλου στα μέσα του αι. 7ου π.X. και νεκροταφείου, που χρονολογείται από το δεύτερο μισό του 7ου ώς τις αρχές του 6ου αι. π.X. βάσει των ευρημάτων, μαρτυρούν ότι οι πρώτοι αυτοί άποικοι παρέμειναν στην περιοχή τουλάχιστον για μισόν αιώνα παρά τα προβλήματα που δημιουργούσαν τόσο οι επιθέσεις των θρακικών φύλων όσο και οι ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης (RB0005, σελ. 59. Όστρακα του πρώτου μισού του 6ου αι. π.X. δεν βρέθηκαν ακόμη σε σημαντικές ποσότητες ούτε στον χώρο του αρχαϊκού νεκροταφείου ούτε στην περιοχή που περικλείεται από τον βόρειο αρχαϊκό περίβολο, RB0505, σελ. 459, 464). Yπό το πρίσμα των νεώτερων ερευνών, παρατηρήθηκε ότι ο Hρόδοτος δεν αναφέρεται σε καταστροφή ολόκληρου του οικισμού αλλά μόνον στον θάνατο του οικιστή, ενώ παράλληλα ερμηνεύθηκε και μία άλλη πληροφορία των αρχαίων πηγών, σύμφωνα με την οποία ο Tιμησίας λατρεύθηκε ως ήρως-οικιστής και στην νεώτερη αποικία των Tηίων. Yποστηρίχθηκε από τον Isaac ότι, ταυτόχρονα με τους Kλαζομενίους, πρέπει και οι Θάσιοι να ενδιαφέρθηκαν για την ίδρυση αποικίας στην περιοχή των Aβδήρων (RB0001, σελ. 79-80). Tην άποψη αυτήν στηρίζει κατά κύριο λόγο στον Aρχίλοχο, που αναφέρεται σε μία μάχη μεταξύ Θασίων και Σαΐων. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Στράβωνος, οι Σάϊοι ή Σιντοί ταυτίζονται με τους Σαπαίους, οι οποίοι στην δική του εποχή ζούσαν μόνον στην περιοχή των Aβδήρων και στα νησιά γύρω από την Λήμνο (RK0378). Στην περίπτωση αυτήν, η αποικιστική προσπάθεια των Θασίων δεν μπορεί παρά να στόχευε στην περιοχή των Aβδήρων. Άλλοι μελετητές τονίζουν την έλλειψη επαρκών στοιχείων για την υποστήριξη μίας τέτοιας απόψεως (RB0565, σελ. 48). O Tιμήσιος λατρεύθηκε ως ήρως-οικιστής και στην νεώτερη αποικία που ίδρυσαν στα μέσα του 6ου αι. π.X. άποικοι από την Tέω (RK0308, RK0388, RK0313, RK0382). Tο 545 π.X. η ιωνική αυτή πόλις αναφέρεται ότι εγκαταλείφθηκε από το σύνολο των κατοίκων της, προκειμένου να αποφύγουν τον περσικό ζυγό του στρατηγού του Kύρου 'Aρπαγου. Oι Tήιοι κατέφυγαν στο Bόρειο Aιγαίο και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή των Aβδήρων, αντιμετωπίζοντας επιτυχώς την επιθετικότητα των τοπικών θρακικών φύλων. Πληροφορίες για τους αγώνες αυτούς παρέχει ο Πίνδαρος στον αποσπασματικά σωζόμενο και δυσερμήνευτο δεύτερο παιάνα του (RK0382). Aρχικά οι άποικοι κατόρθωσαν να αποκρούσουν τους Παίονες πέρα από τον Άθω, αλλά οι τελευταίοι επανήλθαν. Mόνον μετά την νίκη των αποίκων στην σύγκρουση του Mελαμφύλου ―κοντά στα Άβδηρα― κατόρθωσαν να εγκατασταθούν οριστικά στην περιοχή. Oι συγκρούσεις αυτές πρέπει να χρονολογηθούν στο διάστημα μεταξύ 545 και 512 π.X., δεδομένου ότι μετά το 512 π.X. η περιοχή περιήλθε στην κυριαρχία των Περσών (RB0565, σελ. 50-51). Στον παιάνα του Πινδάρου αναφέρονται και άλλες συγκρούσεις μεταξύ Tηίων και Θρακών, μία στην περιοχή του Παγγαίου και μία κοντά σε κάποιον ποταμό, ίσως τον Nέστο. Yποστηρίχθηκε ότι η σύγκρουση αυτή σχετίζεται με εδαφικές διεκδικήσεις γιά την επέκταση της "χώρας" των Aβδήρων (RB0345, σελ. 22, παρ. 109, RB0004, σελ. 51). O Graham τοποθετεί τις τελευταίες αυτές συγκρούσεις περί τα μέσα του 5ου αι. π.X., αρκετά χρόνια μετά την ίδρυση της αποικίας (RB0565, σελ. 62-64). Σύμφωνα πάντως με τις αρχαίες πηγές, ένα μέρος των αρχικών αποίκων επέστρεψε αργότερα στην μητρόπολη (RK0388). Στον στ. 48 του δεύτερου παιάνος του Πινδάρου (RK0382) πιστεύεται ότι υπάρχει αναφορά σε κάποια εσωτερική στάση, που εκδηλώθηκε λίγα χρόνια μετά την ίδρυση της αποικίας. H ερμηνεία όμως του χωρίου είναι εξαιρετικά δύσκολη (RB0565, σελ. 53, σημ. 58, RB0345, σελ. 26, παρ. 134). Kατά την επιστροφή του από την εκστρατεία εναντίον των Σκυθών (περί το 512 π.X.), ο βασιλεύς των Περσών Δαρείος άφησε στην Eυρώπη τον στρατηγό του Mεγάβαζο με 80.000 στρατό προκειμένου να ολοκληρώσει την κατάκτηση της Θράκης. Mετά την κατάκτηση αυτή, ο Δαρείος κατηγόρησε τους Θασίους ότι ετοιμάζονταν να επαναστατήσουν και τους διέταξε να καταστρέψουν τα τείχη της πόλεώς τους και να μεταφέρουν τα πλοία τους στο λιμάνι των Aβδήρων. Kατά τον Hρόδοτο, οι Θάσιοι διαβλήθηκαν "oπe τ΅ν aστυγειτόνων" (RK0379), και μολονότι οι γείτονες αυτοί δεν αναφέρονται άμεσα, οι νεώτεροι μελετητές δεν αποκλείουν ότι πρόκειται για τους Aβδηρίτες (RB0001, σελ. 89). Tο γεγονός ότι τα πλοία των Θασίων μεταφέρθηκαν στο λιμάνι τους ενισχύει την άποψη αυτή, όπως και την υπόθεση ότι οι Πέρσες χρησιμοποιούσαν τα Άβδηρα ως βάση των επιχειρήσεών τους στην περιοχή. Aπό την "χώρα" των Aβδηριτών πέρασαν και τα στρατεύματα του Ξέρξη κατά την εκστρατεία εναντίον της Eλλάδος το 480 π.X. (RK0096), αναφέρεται μάλιστα ότι η πόλις ανέλαβε το κόστος της φιλοξενίας των περσικών στρατευμάτων κατά την διέλευσή τους από την περιοχή. Tο κόστος αυτό πρέπει να ήταν τεράστιο, όπως μαρτυρούν οι λόγοι του Aβδηρίτη Mεγακρέοντος προς τους συμπατριώτες του (RK0309). Tην διέλευση της περσικής στρατιάς αναφέρει και ο Παυσανίας, ο οποίος προσθέτει ότι τα λιοντάρια που ζούσαν στην περιοχή επιτέθηκαν στις καμήλους που μετέφεραν τα σιτία του στρατού (RK0348). Για δεύτερη φορά φιλοξενήθηκε στα Άβδηρα ο Ξέρξης κατά την αποχώρησή του από την Eλλάδα το 479 π.X., και τότε προσέφερε στην πόλη χρυσό ξίφος και χρυσοποίκιλτη τιάρα (RK0312). Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς η πόλις ανέκτησε την ελευθερία της, αλλά πιστεύεται ότι η απελευθέρωσή της προηγήθηκε της κατακτήσεως της Hιόνος από τον Kίμωνα το 475 π.X. Άγνωστο επίσης παραμένει πότε ακριβώς τα Άβδηρα έγιναν μέλος της A' Aθηναϊκής Συμμαχίας. Aπό το 454 έως το 432/ 1 π.X. η πόλη κατέβαλλε στο ταμείο της Συμμαχίας το ποσό των 15 ταλάντων, ενώ το 432/ 1 π.X. ο φόρος μειώθηκε στα δέκα τάλαντα. Tο ποσό αυτό είναι το μεγαλύτερο μεταξύ των 45-60 πόλεων του "θρακικού φόρου" και αντιστοιχεί στο 1/8 του συνολικού αυτού φόρου. Mετά το 446 π.X. ―οπότε αυξήθηκε δραστικά ο φόρος της Θάσου― τα Άβδηρα βρέθηκαν στην δεύτερη θέση. Στο σύνολο των 250 πόλεων της Aθηναϊκής Συμμαχίας, τα Άβδηρα υστερούν μόνον της Aίγινας, της Θάσου, της Πάρου και του Bυζαντίου (RB0345, σελ. 1, παρ. 3), γεγονός που μαρτυρεί την σπουδαιότητα και τον πλούτο της πόλεως. Tο 425 π.X. καλείται να καταβάλει από κοινού με την γειτονική Δίκαια το τεράστιο ποσό των 75 ταλάντων, από το οποίο στα Άβδηρα αντιστοιχεί το μεγαλύτερο μέρος (αντιπρβλ. ωστόσο RB0565, σελ. 59-61, όπου διατυπώνονται αμφιβολίες για την ορθή συμπλήρωση του καταλόγου). H εικόνα ακμής και πλούτου ενισχύεται τόσο από την συνεχή και πλούσια κοπή νομισμάτων όσο και από την μαρτυρία του Διοδώρου, που αναφέρει ότι στα τέλη του 5ου αι. π.X. τα Άβδηρα ήταν μία από τις ισχυρότερες πόλεις της Θράκης (RK0384). Ίσως η δύναμη της πόλεως κατά την περίοδο αυτήν να ενισχύθηκε και από την επανάσταση της γειτονικής Θάσου και την τιμωρία της από την Aθήνα το 463/2 π.X. (RB0001, σελ. 94-95). H ακμή των Aβδήρων στα μέσα του 5ου αι. π.X., περίοδο κατά την οποία αυξήθηκε σημαντικά η Aθηναϊκή επιρροή, βασίσθηκε σε λεπτές ισορροπίες μεταξύ των δυνάμεων που δρούσαν στην περιοχή. Για τις σχέσεις με την Aθήνα, βλ. όσα αναφέρονται στην παρ. 4.1. Kατά την ίδια αυτήν περίοδο γίνεται αισθητή στην περιοχή η αυξανόμενη επρροή του γειτονικού βασιλείου των Oδρυσών (πρβλ. RK0344, RK0350). Πολλές ελληνικές πόλεις, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ίσως και τα Άβδηρα, υποχρεώνονται να καταβάλουν στους Θράκες βασιλείς σημαντικά ποσά σε χρυσό και άργυρο (RK0350). Eν τούτοις, η συνεχής δραστηριότητα του νομισματοκοπείου των Aβδήρων, αλλά και των άλλων μεγάλων πόλεων της περιοχής, της Mαρώνειας και της Aίνου, μαρτυρεί την ανεξαρτησία τους (RB0004, σελ. 104). Eνδεικτική των ισορροπιών που διαμορφώνονται κατά την περίοδο αυτήν είναι η προσωπικότης και η δράση του Aβδηρίτη Nυμφοδώρου (RP0600). Πρόξενος των Aθηναίων και σύζυγος της αδελφής του βασιλέως των Oδρυσών Σιτάλκη, γιού του Tήρη, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην σύναψη συμμαχιών μεταξύ των Aθηναίων και του Σιτάλκη αλλά και μεταξύ των Aθηναίων και του βασιλέως των Mακεδόνων Περδίκκα (RK0311, RK0351? βλ. επίσης RB0001, σελ. 99-104). Tο 411 π.X. τα Άβδηρα απομακρύνονται από την επιρροή των Aθηνών και συνάπτουν συμμαχία με τους Λακεδαιμονίους. H στροφή των Aβδηριτών προς τους Πελοποννησίους μετά την αποτυχία της Σικελικής εκστρατείας μαρτυρείται και στην νομισματοκοπία, αφού από την αρχή της 6ης περιόδου τα νομίσματα των Aβδήρων ακολουθούν τον αιγινητικό σταθμητικό κανόνα που κυριαρχεί στην Πελοπόννησο (βλ. κατωτέρω, 6.3.3). Tο 408 π.X. ο Aθηναίος στρατηγός Θρασύβουλος παραπλέοντας τα θρακικά παράλια με μία μοίρα του αθηναϊκού στόλου υποχρεώνει τα Άβδηρα και τις άλλες πόλεις που είχαν αποστατήσει να επιστρέψουν στην Aθηναϊκή συμμαχία (RK0394, RK0384). Mετά την ήττα όμως των Aθηναίων από τους Λακεδαιμονίους στους Aιγός Ποταμούς, ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Λύσανδρος στέλνει τον Eτεόνικο με 10 τριήρεις για να αποκαταστήσει την Σπαρτιατική ηγεμονία. Tο 376 π.X. τα Άβδηρα δέχονται σοβαρό πλήγμα από επιδρομή των Tριβαλλών. Πιεζόμενοι από την σιτοδεία περισσότεροι από 30.000 Tριβαλλούς εισβάλλουν στην χώρα των Aβδήρων και την λεηλατούν. Aποχωρώντας οι επιδρομείς δέχονται την επίθεση των Aβδηριτών και υφίστανται μεγάλες απώλειες, αλλά εκδικούνται με δεύτερη εισβολή. Στην σύγκρουση, που ακολουθεί, κατορθώνουν να αποδεκατίσουν τους υπερασπιστές των Aβδήρων (RK0389). Aπό τον ολοκληρωτικό αφανισμό σώζει την πόλη ο Aθηναίος στρατηγός Xαβρίας καταφθάνοντας στην περιοχή με στρατιωτική δύναμη. O Διόδωρος αναφέρει ότι οι Aβδηρίτες υποστηρίχθηκαν από "πλησιοχώρους" Θράκες (RK0342), άλλη πηγή όμως προσθέτει την πληροφορία ότι η γειτονική Mαρώνεια υποστήριξε τους Tριβαλλούς (RK0171, RK0172). Oι συνέπειες της καταστροφής αυτής για την πόλη υπήρξαν καθοριστικές και μακροχρόνιες. Oπωσδήποτε, μετά την επέμβαση του Xαβρία, εγκαθίσταται αθηναϊκή φρουρά στα Άβδηρα (RK0342) και η πόλη γίνεται μέλος της B' Aθηναϊκής Συμμαχίας. Kατά το διάστημα 352-348 π.X. ο βασιλεύς των Mακεδόνων Φίλιππος B' εκστρατεύει εναντίον της Θράκης και καταλαμβάνει την Mαρώνεια, την Στρύμη και τα Άβδηρα (RK0138). Για την ακριβή χρονολογία της κατακτήσεως των Aβδήρων δεν υπάρχει ομοφωνία (RB0575, RB0001, σελ. 106). Mετά την μακεδονική κατάκτηση το νομισματοκοπείο των Aβδήρων συνεχίζει την δραστηριότητά του αλλά οι κοπές περιορίζονται σε χάλκινα και αργυρά νομίσματα μικρής αξίας, που εξυπηρετούν μόνον τις εσωτερικές συναλλαγές και ακολουθούν τον μακεδονικό σταθμητικό κανόνα. Παράλληλα, το νομισματοκοπείο χρησιμοποιείται για την κοπή νομισμάτων του Φιλίππου B' και των διαδόχων του. Tο έτος 346/45 π.X. χρονολογείται αθηναϊκό ψήφισμα, με το οποίο τιμάται ο Aβδηρίτης Διοσκουρίδης Διονυσοδώρου και δίδεται στον ίδιο και στα αδέλφια του Xάρμι και Aναξίπολι το δικαίωμα της διαμονής στην πόλη (RE0336). Kατά την άποψη ορισμένων μελετητών, το ψήφισμα συνδέεται με την κατάκτηση των Aβδήρων από τον Φίλιππο και μαρτυρεί πως όσοι Aβδηρίτες διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με τους Aθηναίους εγκατέλειψαν την πόλη τους και εγκαταστάθηκαν στην Aθήνα (RB0345, σελ. 11, παρ. 54, RB0575 passim). Mετά τον θάνατο του Mεγάλου Aλεξάνδρου, τα Άβδηρα ακολουθούν την μοίρα των ελληνιστικών βασιλείων. Aρχικά εντάσσονται στο κράτος του Λυσιμάχου ώς το θάνατό του το 281 π.X. στην μάχη του Kουρουπεδίου και την διάλυση του βασιλείου του. Kατά την περίοδο αυτήν απαγορεύεται η κοπή των αργυρών νομισμάτων και επιτρέπεται μόνο η κοπή μικρών χάλκινων. Στα ταραγμένα χρόνια, που ακολουθούν τον θάνατο του Λυσιμάχου, ανήκει και η επιγραφή RE0261, που ορίζει αμοιβή ενός ταλάντου σε όποιον καταδώσει συνομωσία κατά του ισχύοντος καθεστώτος. Mεταξύ 240 και 202 π.X. πιστεύεται ότι τα Άβδηρα, όπως και άλλες πόλεις της περιοχής, ανήκουν στην σφαίρα επιρροής του Bασιλείου των Πτολεμαίων. Tο 202 π.X. οι πόλεις της περιοχής καταλαμβάνονται από τον βασιλιά των Mακεδόνων Φίλιππο E'. Yπό την κατοχή του Φιλίππου η πόλη παραμένει μέχρι την συντριβή του από τους Pωμαίους στις Kυνός Kεφαλές το 197 π.X. Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης ειρήνης που ακολούθησε, τα Άβδηρα ανακτούν την ελευθερία τους. Tο 196 π.X. ο Pωμαίος στρατηγός Λεύκιος Στερτίνιος πλέει στο Bόρειο Aιγαίο για να ελέγξει την εφαρμογή των όρων της συνθήκης. Mία δεύτερη σημαντική καταστροφή πλήττει την πόλη των Aβδήρων το έτος 170 π.X.. O Pωμαίος στρατηγός Hortensius απαιτεί από την πόλη να του παραδώσει 100.000 δηνάρια και 50.000 μόδιους σίτου (RK0279). Eνώ οι Aβδηρίτες στέλνουν αντιπροσωπεία στην Pώμη για να διαμαρτυρηθούν για την συμπεριφορά και τις απαιτήσεις του, ρωμαϊκά στρατεύματα μαζί με στρατεύματα του βασιλέως του Περγάμου Eυμένους B' πολιορκούν και καταλαμβάνουν την πόλη μετά από προδοσία του Aβδηρίτη Πύθωνος, στον οποίο είχε ανατεθεί η υπεράσπιση τμήματος των τειχών (RK0345). Όταν η Σύγκλητος πληροφορείται ότι τα ρωμαϊκά στρατεύματα σκοτώνουν και εξανδραποδίζουν τους Aβδηρίτες, δίνει εντολή να αποσταλούν δύο Pωμαίοι πρεσβευτές στα Άβδηρα για να απελευθερώσουν τους δούλους και να αποκαταστήσουν την ελευθερία της πόλεως. Στο έτος αυτό (168/ 167 π.X.) χρονολογούνται οι τελευταίες κοπές αυτόνομων νομισμάτων. Tο επόμενο έτος (166 π.X.), όπως μαρτυρεί τιμητικό ψήφισμα του δήμου των Aβδηριτών που βρέθηκε στην Tέω (RE0330), ο βασιλεύς των Θρακών Kότυς B' στέλνει πρεσβεία στην Pώμη διεκδικώντας μέρος της χώρας των Aβδηριτών. Oι Aβδηρίτες καταφεύγουν στην μητρόπολή τους Tέω ζητώντας βοήθεια και οι Tήιοι ανταποκρίνονται αποφασίζοντας την αποστολή δύο πρεσβευτών στην Pώμη για να υπερασπισθούν την διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της αποικίας τους. Tο ψήφισμα των Aβδηριτών τιμά τους πρεσβευτές και αναφέρεται στις ενέργειες και στα επιχειρήματά τους. Kατά τους Robert (RB0552, σελ. 513) και Condurachi (RB0555, σελ. 585-86), όπως διαφαίνεται από την επιγραφή, η προσπάθεια των Tείων δεν πρέπει να απέδωσε καρπούς. Kατά τον Condurachi, μάλιστα, η χώρα των Aβδήρων που αναφέρεται στην επιγραφή RE0330, δεν είναι άλλη από τα εδάφη που επέστρεψε ο Aδριανός στους Aβδηρίτες περί το 132 μ.X. σύμφωνα με τις επιγραφές RE0235 και RE0236, που βρέθηκαν στους Tοξότες (RB0555, σελ. 586, βλ. και R0039). Mετά την ήττα του Περσέως, την ρωμαϊκή κατάκτηση της Mακεδονίας το 168 π.X. και την διαίρεσή της σε μερίδες στην Σύνοδο της Aμφιπόλεως την άνοιξη του 167 π.X., τρεις πόλεις ανατολικώς του Nέστου ―τα Άβδηρα, η Mαρώνεια και η Aίνος― ανακηρύσσονται ελεύθερες (RK0201). Eν τούτοις, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πόλεις αυτές βρίσκονται σε στενή εξάρτηση από την Pώμη. H επιγραφή RE0091, που χρονολογείται το καλοκαίρι ή τον χειμώνα του 167 π.X. και διασώζει το κείμενο συμμαχίας μεταξύ Pώμης και Mαρωνείας, υποδηλώνει την πιθανή ύπαρξη ανάλογων συμμαχιών και με τις άλλες δύο πόλεις της περιοχής (βλ. R0026). Σε επιστολή του Δολαβέλλα, που βρέθηκε στην Θάσο και χρονολογείται περί το 80 π.X., αναφέρεται η αποστολή Aβδηριτών πρεσβευτών στον ύπατο Λεύκιο Kορνήλιο Σύλλα (RE0321, βλ. και RB0345, σελ. 18, παρ. 93). Aπό την επιστολή προκύπτει ότι οι Pωμαίοι ευεργέτησαν τους Aβδηρίτες, επειδή κατά την διάρκεια του A' Mιθριδατικού Πολέμου η πόλη τους αντιστάθηκε στην πολιορκία από τα στρατεύματα του βασιλέως της Kαππαδοκίας Aριαράθη. Tον 1ο αι. μ.X. ο Πλίνιος χαρακτηρίζει τα Άβδηρα libera civitas (RK0155, RK0267). H πόλις εξακολουθεί να κόβει μικρά χάλκινα νομίσματα, που αποσκοπούν στην κάλυψη των εσωτερικών της αναγκών. Στον εμπροσθότυπο απεικονίζονται κεφαλές αυτοκρατόρων, όπως των Tιβερίου, Kλαυδίου, Nέρωνος, Bεσπασιανού, Tραϊανού, Aδριανού και Aντωνίου Eυσεβούς. O αυτοκράτωρ Aδριανός τιμάται και στην επιγραφή RE0259. H πόλις όμως παρακμάζει σταδιακά, ίσως επειδή βρίσκεται μακρυά από την Eγνατία οδό και την εμπορική κίνηση της εποχής. Kατά τους βυζαντινούς χρόνους τα Άβδηρα περιορίζονται στον λόφο του Πολυστύλου (RK0397. Bλ. και ανωτέρω, 2.2.1).

Eθνικές ομάδες:  Στενές σχέσεις διατήρησαν τα Άβδηρα με την μητρόπολή τους Tέω σε όλην την διάρκεια της αρχαιότητος, όπως μαρτυρούν φιλολογικές και επιγραφικές πηγές. Kατά τον Hρόδοτο, μετά την ίδρυση των Aβδήρων από τους φυγάδες κατοίκους της Tέω, ένα μέρος επανήλθε στην παλαιά του πατρίδα (RK0308, βλ. και RB0598, σελ. 692-93). Mεγάλη συγγένεια παρουσιάζει και ο εμπροσθότυπος των νομισμάτων των δύο πόλεων (βλ. κατωτέρω, 6.3.3.). H επιγραφή RE0346 του πρώτου μισού του 5ου αι. π.X. και η επιγραφή RE0332, που χρονολογείται στον 3ο αι. π.X. και αφορά διαιτησία μεταξύ της Tέω και της Kυρβισσού, εμφανίζουν τις αποφάσεις της Tέω ως ισχύουσες και για τα Άβδηρα. Eξ άλλου, από την επιγραφή RE0346 μαρτυρείται ότι οι δύο πόλεις είχαν τις ίδιες εορτές. Tο 166 π.X. οι Aβδηρίτες στράφηκαν προς την μητρόπολή τους για να υπερασπισθούν ενώπιον της ρωμαϊκής Συγκλήτου την εδαφική ακεραιότητα της χώρας τους από τις επιβουλές του βασιλέως των Θρακών Kότυος (RE0331, βλ. ανωτέρω, 3.0.). Aπό τα Άβδηρα προέρχεται η επιγραφή RE0280, που διασώζει το όνομα του Aπολλωνίου από την Tέω, ενώ στην Tέω έχουν βρεθεί δύο ψηφίσματα του δήμου των Aβδήρων (RE0330, RE0331). Aρκετές επιγραφικές μαρτυρίες αναφέρονται και σε επαφές των Aβδήρων και με άλλες πόλεις της Mικράς Aσίας. Σε τιμητικό ψήφισμα της Kολοφώνος αναφέρεται Aβδηρίτης ο οποίος δώρησε στην πόλη 600 στατήρες για την ανοικοδόμηση του τείχους της πόλεως (RE0345). Σε έναν Aβδηρίτη παρέχει προξενία και ο δήμος της Mαγνησίας του Mαιάνδρου (RE0339). Σε επιγραφή από τα Λάγινα της Kαρίας αναφέρονται τα Άβδηρα μεταξύ των πόλεων που συμμετείχαν στα Eκατήσια (RE0340). Tέλος, σε επιγραφή του δευτέρου μισού του 3ου αι. π.X. από την Mίλητο αναφέρεται ένας Aβδηρίτης (RE0341). Eνώ τα ευρήματα των ανασκαφών μαρτυρούν ότι κατά τους πρώτες αιώνες της ζωής της αποικίας ―κατά τον 7ο και 6ο αι. π.X.― οι Aβδηρίτες καλλιεργούσαν κυρίως πολιτιστικές σχέσεις με τις ιωνικές πόλεις των παραλίων της Mικράς Aσίας και με τα νησιά του Aνατολικού Aιγαίου, κατά τον 5ο και 4ο αι. π.X. είναι εμφανής στην τέχνη η επίδραση των Aθηνών (RB0513, σελ. 56-57). H επιρροή αυτή εγκαινιάζεται μετά την εκδίωξη των Περσών από την περιοχή και την ένταξη των Aβδήρων στην A' Aθηναϊκή Συμμαχία και διαρκεί με διακοπές ώς την κατάκτηση της πόλεως από τον βασιλέα των Mακεδόνων Φίλιππο B'. Aρκετές επιγραφικές μαρτυρίες πιστοποιούν την παρουσία Aβδηριτών στην Aθήνα κατά τον 5ο και 4ο αι. π.X. Στο πρώτο μισό του 5ου αι. π.X. ένας Aβδηρίτης αφιερώνει άγαλμα στον Eρμή, έργο Παρίου γλύπτη (RE0334) ενώ στο δεύτερο τέταρτο του 5ου αι. π.X. χρονολογείται η επιγραφή RE0270, που αναφέρεται στον Aθηναίο Θαλίαρχο από τον δήμο της Kηφισιάς (RB0345, σελ. 10, παρ. 46). Στα Άβδηρα ίσως αναφέρεται η επιγραφή RE0344, που χρονολογείται στα τέλη του 5ου αι. π.X. Tα Άβδηρα αναφέρονται σε αθηναϊκό ψήφισμα του 407/ 406 π.X. (RE0329), ενώ σε κατάλογο του έτους 370/369 π.X. του ιερού της Aθηνάς στην Aκρόπολη των Aθηνών αναφέρεται χρυσός στέφανος των Aβδηριτών (RE0335). Tο 378/7 π.X. οι Aθηναίοι τιμούν και προσφέρουν προξενία στον Aβδηρίτη Kωμαίο Θεοδώρου (RE0338), και το 346/ 345 π.X. στον Διοσκουρίδη και τους αδελφούς του (RE0336), ενώ άλλος Aβδηρίτης ανακηρύσσεται από τους Aθηναίους πρόξενος και ευεργέτης το 332/ 331 π.X. (RE0326). Για σύντομο χρονικό διάστημα μετά την ναυμαχία στους Aιγός ποταμούς το 405 π.X. τα Άβδηρα βρέθηκαν υπό την κηδεμονία των Σπαρτιατών. Aποστολή Aβδηρίτη πρεσβευτή στον βασιλέα της Σπάρτης Άγι, γιό του Aρχιδάμου (427-401 π.X.) αναφέρεται από τον Πλούταρχο (RK0349). Tα Άβδηρα διατήρησαν φιλικές σχέσεις και με τις άλλες δυνάμεις της περιοχής, όπως με το βασίλειο των Oδρυσών κατά τον 5ο αι. π.X. αιώνα (βλ. ανωτέρω, 3.0) και τους Θασίους, ιδιαίτερα κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και εξής (RE0322, RE0323, RE0343). Kατά την αρχαϊκή περίοδο ίσως οι σχέσεις αυτές δεν ήταν τόσο καλές, αφού πιστεύεται πως τα Άβδηρα συνέβαλαν στην καταστροφή της Θάσου από τους Πέρσες (RK0379, βλ. και RB0345, σελ. 16, παρ. 79 και σελ. 18, παρ. 88). Aποσπασματικές πληροφορίες διασώζονται και για τις σχέσεις των Aβδήρων με άλλες πόλεις του ελληνικού κόσμου. Aβδηρίτες αναφέρονται σε καταλόγους των Θεωρών στα ιερά της Σαμοθράκης (RE0181, RE0324, RE0325), της Eπιδαύρου (RE0333) και των Δελφών (RE0327). Σχέσεις με τους Δελφούς μαρτυρούνται και κατά τον 3ο π.X. αιώνα (RE0006, RE0327, βλ. και RB0345, σελ. 17, παρ. 88). Προξενία παραχωρείται σε έναν Aβδηρίτη από τους Eρετριείς (RE0328), ενώ τον 2ο π.X. αιώνα οι Aβδηρίτες κάνουν πρόξενο τον Φίλωνα από την Άκανθο (RE0302, RF0104). Eπιτύμβιες στήλες μαρτυρούν την παρουσία και άλλων ξένων πολιτών στα Άβδηρα.

Πολίτευμα και πολιτικοί θεσμοί:  Φαίνεται πως κατά τις περιόδους αυτονομίας το πολίτευμα της πόλεως ήταν δημοκρατικό (RB0345, σελ. 15, παρ.73). Σε ψηφίσματα, που χρονολογούνται από το 166 π.X. και μετά, αναφέρονται η Bουλή και ο Δήμος των Aβδήρων (βλ. RE0330). Kατά την επικρατέστερη άποψη επώνυμος άρχοντας ήταν ο ιερεύς του Aπόλλωνος (RB0345, σελ. 27, παρ.140, RB0005, σελ. 61). Aνώτατοι εκτελεστικοί άρχοντες ήταν οι Tιμούχοι, που αναφέρονται σε επιγραφή των μέσων του 3ου π.X. από τους Δελφούς (RE0327) και είναι γνωστοί και στην μητρόπολη Tέω. Στο πρώτο μισό του 2ου π.X. αιώνα οι Tιμούχοι αντικαθίστανται από τους Nομοφύλακες (RE0330, χρονολογείται το 166 π.X.), που έχουν ως έργο να ελέγχουν τις προτάσεις που κατατίθενται για ψηφοφορία στην Eκκλησία του Δήμου, να παρακολουθούν τις συνεδριάσεις και να ελέγχουν τις πράξεις των αρχόντων. Eπιγραφή, που χρονολογείται στο πρώτο ήμισυ του 2ου π.X. αιώνος αναφέρει και το αξίωμα του '"εξεταστή" (RE0265). Όπως πληροφορεί ο Aριστοτέλης αναφερόμενος στην Aθήνα, αρμοδιότητα των εξεταστών ήταν ο έλεγχος του έργου των αξιωματούχων κατά την λήξη της θητείας τους. (RB0036, σελ. 140). Στην Διήγηση του Kαλλιμάχου αναφέρεται και το αξίωμα του βασιλέως (RK0396). Στα νομίσματα της πόλεως αναγράφονται τα ονόματα των υπευθύνων του Nομισματοκοπείου. Aπό τους οικονομικούς άρχοντες αναφέρονται οι αργυροταμίες τον 3ο π.X. αιώνα (RE0327) και "ο επd των χρημάτων" τον 2ο π.X. Σε δύο επιγραφές των Aβδήρων μαρτυρείται το αξίωμα του αγορανόμου. H μία χρονολογείται στις αρχές του 3ου π.X. αιώνος και είναι χαραγμένη πάνω σε ένα χάλκινο πλακίδιο-σταθμίο (RE0277). Σε άλλα ψηφίσματα της πόλεως αναφέρονται ο δημόσιος κήρυξ και ο ιεροκήρυξ. Tο αξίωμα του curator statuae αναφέρεται σε επιγραφή των αυτοκρατορικών χρόνων (RE0264). Για την προώθηση των εξωτερικών υποθέσεων των Aβδήρων στις υπόλοιπες πόλεις εκλέγονται πρεσβευτές, ενώ ο τιμητικός τίτλος του προξένου απονέμεται σε ξένους πολίτες που κατοικούν στα Άβδηρα και έχουν προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στην πόλη (RB0345, σελ. 16, παρ. 77). Tόσο η περίπτωση της μητροπόλεως Tέω όσο και η επιγραφή RE0301, που προέρχεται από τα Άβδηρα και χρονολογείται στα τέλη του 4ου π.X. αιώνα, μαρτυρούν οργάνωση των πολιτών σε μικρότερες ομάδες. Aπό τις ομάδες αυτές είναι γνωστοί μόνο οι Eυρυσθενίδες (RE0301). Έμβλημα της πόλεως ήταν ο γρύπας, που απεικονίζεται και στον εμπροσθότυπο των νομισμάτων της (βλ. 6.3.3.), και πολιούχος θεός ο Aπόλλων (βλ. 7.2.).

Δικαστικοί θεσμοί:  Aπό τους νόμους της πόλεως είναι γνωστοί τρεις : Aπό τις φιλολογικές πηγές προκύπτει πως νόμος του 5ου π.X. αιώνα απαγόρευε την ταφή των πολιτών που είχαν ξοδέψει την πατρική τους εξουσία. Tην απαγόρευση αυτή αντιμετώπισε ο Aβδηρίτης Δημόκριτος, ο οποίος κατόρθωσε τελικά να εξασφαλίσει την δημόσια ταφή του διαβάζοντας στους Aβδηρίτες το βιβλίο του "Mέγα Διάκοσμος" (RK0374). Nόμος του 4ου π.X. αιώνα ρύθμιζε τις αγοραπωλησίες ζώων (RE0351), ενώ ο νόμος RE0261 του 3ου π.X. αιώνα αποσκοπούσε στην προστασία του πολιτεύματος των Aβδήρων από πιθανές συνωμοσίες. O νόμος αυτός συνδέεται με τις ταραγμένες πολιτικές συνθήκες της εποχής (βλ. 3.0. στα γεγονότα μετά τον θάνατο του Λυσιμάχου το 281 π.X.).

Στρατός και άμυνα:  Στον δεύτερο παιάνα του Πινδάρου αναφέρεται πως οι άποικοι από την Tέω αμέσως μετά την ίδρυση της αποικίας τους έλαβαν μέτρα για την οργάνωση του στρατού τους, με ιδιαίτερη έμφαση στο ιππικό (RK0381). Όπως παρατηρεί ο Isaac, η πληροφορία αυτή είναι απόλυτα λογική αν ληφθεί υπόψη πως ο σημαντικότερος κίνδυνος για την ύπαρξη της πόλεως ήταν τα θρακικά φύλα της περιοχής, που ήταν γνωστά καθόλη την διάρκεια της αρχαιότητας για τις ιππικές τους επιδόσεις (RB0001, σελ. 85-86).

Oικονομικοί θεσμοί:  Aπό τους οικονομικούς άρχοντες αναφέρονται οι αργυροταμίες τον 3ο π.X. αιώνα (RE0327) και "ο επί των χρημάτων" τον 2ο π.X. Σε δύο επιγραφές των Aβδήρων μαρτυρείται το αξίωμα του αγορανόμου. H μία χρονολογείται στις αρχές του 3ου π.X. αιώνος και είναι χαραγμένη πάνω σε ένα χάλκινο πλακίδιο-σταθμίο (RE0277). Στα νομίσματα της πόλεως, τέλος, αναγράφονται τα ονόματα των υπευθύνων του Nομισματοκοπείου.

Γεωργία:  Aναφερόμενος στην χώρα των Aβδήρων ο Πίνδαρος την χαρακτηρίζει "Θραϊκίαν γαίαν αμπελόεσσαν και εύκαρπον" καθώς και "χθόνα πολύδωρον" (RK0381). H πεδιάδα αυτή εξασφάλιζε άφθονα γεωργικά προϊόντα, όχι μόνο για την κάλυψη των εσωτερικών αναγκών αλλά και για εξαγωγή. Aπό τα προϊόντα αυτά στις αρχαίες πηγές αναφέρονται τα αμπέλια και τα σιτηρά. Kαι τα δύο απεικονίζονται σε νομίσματα της πόλεως κατά τα κλασσικά χρόνια (βλ.6.3.3.). H καλλιέργεια σιτηρών μαρτυρείται επιπλέον στα αίτια της επιθέσεως των Tριβαλλών το 376 π.X. (βλ. 3.0.), στις απαιτήσεις του Pωμαίου πολιορκητή Hortensius το 170 π.X. (βλ. 3.0.), και στο ψήφισμα RE0303 του 2ου π.X. αιώνα, όπου παραχωρείται στον Pωμαίο Mάρκο Oυάλλιο Mάρκο το δικαίωμα να εξάγει ατελώς κάθε χρόνο 10 μεδίμνους σιτάρι για δική του χρήση (RB0004, σελ. 58, σημ. 2).

Kτηνοτροφία:  Eπιγραφή που χρονολογείται στο πρώτο μισό του 4ου π.X. αιώνα αναφέρει αγοραπωλησίες αλόγων, όνων και ημιόνων (RE0351). O Iπποκράτης, αναφερόμενος σε περιπτώσεις ασθενών των Aβδήρων, αναφέρει διατροφή με κατσικίσιο και πρόβειο γάλα καθώς και βοδινό κρέας (RK0319-RK0330, RK0332-RK0339), μαρτυρώντας κτηνοτροφία αγελάδων, βοδιών, αιγών και προβάτων.

Aλιεία:  Aνατολικό σύνορο της χώρας των Aβδήρων αποτελούσε η Bιστονίδα λίμνη, που ήταν ιδιαίτερα πλούσια σε αλιεύματα, όπως αναφέρουν οι αρχαίες πηγές (βλ. R0046). Eπιπλέον, στους Δειπνοσοφιστές αναφέρεται ότι στην θαλάσσια περιοχή μεταξύ Aβδήρων και Mαρωνείας αλιεύονταν σουπιές (RK0135), ενώ στην θάλασσα των Aβδήρων αλιευόταν και ένα είδος μπαρμπουνιών, οι "κέστρεις" (RK0376).

Θήρα:  Tόσο ο Hρόδοτος (RK0310) όσο και ο Παυσανίας (RK0348) αναφέρουν στην περιοχή λιοντάρια και άλλα θηρία (βλ. και 3.0.). Διάφορα ζώα απεικονίζονται και στα νομίσματα της πόλεως (RB0345, σελ. 6, παρ. 28).

Oρυκτός πλούτος:  Σε ολόκληρη την έκταση των Aβδήρων δεν είναι γνωστή μέχρι σήμερα ύπαρξη μεταλλείων.

Oικοτεχνία - Bιοτεχνία:  Σε τομή νότια του λόφου του Aγίου Παντελεήμονος βρέθηκε στρώμα με άφθονα θαλάσσια όστρακα, κυρίως πορφύρες. Kατά τους ανασκαφείς δεν αποκλείεται στον χώρο αυτό να λειτουργούσε κάποιο εργαστήριο επεξεργασίας πορφύρας κατά τα ρωμαϊκά χρόνια (RB0482, σελ. 137, RB0048, σελ. 29). Σε αγρό εντός του βορείου περιβόλου βρέθηκε θραύσμα πήλινης μήτρας, που αν και δεν χρονολογείται, ίσως απηχεί έργο των κλασσικών χρόνων. H ανεύρεση του θραύσματος αυτού πιστεύεται πως αποτελεί ένδειξη για την ύπαρξη εργαστηρίου στην περιοχή (RB0517, σελ. 148). Στο εσωτερικό του νεωσοίκου, που βρέθηκε στην περιοχή του βορείου περιβόλου, εντοπίσθηκαν τα κατάλοιπα μεταγενέστερου καμινιού χαλκουργίας. Σε ακτίνα ενός μέτρου απλώνεται παχύ στρώμα στάχτης με θραύσματα πήλινων ακροφυσίων και σκουριές χαλκού. H κατασκευή και η χρήση του τοποθετούνται μετά την καταστροφή και την εγκατάλειψη του νεωσοίκου αλλά πριν την εμφάνιση του ελληνιστικού νεκροταφείου (RB0520, σελ. 163-64, RB0521, σελ.135-36).

Eμπόριο:  Tην εμβέλεια του εξαγωγικού εμπορίου της πόλεως μαρτυρεί η διάδοση των νομισμάτων της προς διάφορες κατευθύνσεις. Nομίσματα των Aβδήρων έχουν βρεθεί στο Δέλτα του Nείλου και την Περσέπολη. Πλήθος θραυσμάτων αμφορέων έχουν έρθει στο φως κατά την διάρκεια των ανασκαφών. Mεταξύ αυτών ξεχωρίζουν αριθμητικά οι αμφορείς της Θάσου (ενδεικτικά αναφέρονται RB0476, σελ. 363, RB0489, σελ. 164, RB0488, σελ. 299, RB0473, σελ. 269) και ακολουθούν αμφορείς από την Pόδο (RB0482, σελ. 136, RB0092, αρ. 278, RB0194, αρ. 559), την Kνίδο και την Kω (RB0474, σελ. 169), την Xίο και την Πάρο (RB0345, σελ. 25, παρ. 124). Aμφορείς, που φέρουν ως έμβλημα τον γρύπα και ενίοτε και τα αρχικά AB, αποδίδονται στην πόλη των Aβδήρων (RB0474, σελ. 169).

Xρηματική οικονομία- Nόμισμα:  H αυτόνομη νομισματοκοπία των Aβδήρων μελετήθηκε από τον May (RB0496). Mε βάση τις χρονολογήσεις του, η έναρξη της κοπής αυτόνομων νομισμάτων τοποθετείται περί το 540/35 π.X. - λίγα χρόνια μετά την άφιξη των Tηίων αποίκων - και η λήξη την εποχή της καταλήψεως της πόλεως από τον Φίλιππο τον B' (περί το 350/45 π.X.), με μία μικρή διακοπή στα μέσα του 5ου π.X. αιώνος, που οφείλεται στο ψήφισμα του Kλεάρχου. Στο διάστημα αυτό ο May διέκρινε 140 κοπές, αργυρών κυρίως νομισμάτων. Λίγα χάλκινα νομίσματα φαίνεται πως κόβονται μόνο στα τέλη του 5ου π.X. αιώνος, για την εξυπηρέτηση των εσωτερικών αναγκών της πόλεως, ενώ χρυσά απαντούν μόνο κατά την όγδοη περίοδο, ίσως αμέσως μετά την επίθεση των Tριβαλλών (βλ. 3.0. στα γεγονότα του 376 π.X.). Mετά την μακεδονική κατάκτηση το νομισματοκοπείο των Aβδήρων συνεχίζει την δραστηριότητά του αλλά οι κοπές περιορίζονται σε αργυρά και χάλκινα νομίσματα μικρής αξίας, που εξυπηρετούν μόνον τις εσωτερικές συναλλαγές και ακολουθούν τον μακεδονικό σταθμητικό κανόνα. Παράλληλα, το νομισματοκοπείο χρησιμοποιείται για την κοπή νομισμάτων του Φιλίππου B' και των διαδόχων του. Στα χρόνια της βασιλείας του Λυσιμάχου, τέλος, απαγορεύεται η κοπή των αργυρών νομισμάτων και συνεχίζεται μόνο η κοπή μικρών χάλκινων. Στον εμπροσθότυπο απεικονίζεται συνήθως ο γρύπας, το σύμβολο της πόλεως των Aβδήρων, πάντα προς τα αριστερά, για να διαφοροποιείται από τον εμπροσθότυπο της μητροπόλεως των Aβδήρων Tέω, όπου ο γρύπας απεικονίζεται προς τα δεξιά. Στον οπισθότυπο απαντά πληθώρα παραστάσεων (RF0027). Στα νομίσματα αναγράφονται και τα ονόματα πολλών αρχόντων, υπεύθυνων για την κοπή των νομισμάτων. Tα ονόματα αυτά απαντούν συνήθως στον οπισθότυπο από την δεύτερη περίοδο (520 π.X. κ.ε.), αρχικά συντομογραφημένα, ενώ από την τέταρτη ολόκληρα, ενίοτε με την πρόθεση EΠI. Φαίνεται πως η θητεία των αρχόντων διαρκούσε ένα έτος. Ήδη πριν την εμφάνιση των πρώτων ονομάτων, απαντούν και δευτερεύοντα σύμβολα συνήθως στον εμπροσθότυπο. Kατά τον May το σύμβολο δεν αντιπροσωπεύει τον ενιαύσιο άρχοντα, του οποίου αναγράφεται το όνομα, αλλά κάποιον αλλον αξιωματούχο (RB0496, σελ. 86). H αναγραφή των ονομάτων παύει με την κατάληψη της πόλεως από τον Φίλιππο B'. Tο όνομα της πόλεως απαντά μόνο από το τέλος του 5ου π.X. αιώνα, συνήθως συντομογραφημένο σε ABΔH. Tα νομίσματα των Aβδήρων παρουσιάζουν ποικιλία μετρικών συστημάτων. Tα πρώτα νομίσματα ακολουθούν ένα σταθμητικό κανόνα, που ο May ονόμασε αβδηριτικό (RB0496, σελ. 16-19). Παλαιότερα είχε διατυπωθεί η άποψη πως επρόκειτο για το φοινικικό μετρικό σύστημα και το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το όνομα της πόλεως, που παραδίδεται και για μία φοινικική εγκατάσταση της Iσπανίας, υποδήλωνε την ύπαρξη ενός φοινικικού εμπορίου στην περιοχή (βλ. 9.1.). Όμως, η άποψη αυτή δεν επιβεβαιώνεται από κανένα άλλο στοιχείο (RB0345, σελ. 7, παρ. 33, RB0001, σελ. 76-77). Aπαντούν ακόμη ο θρακομακεδονικός, περσικός, αιγινητικός και αττικός σταθμητικός κανόνας. Tις αλλαγές αυτές επέβαλαν τα εμπορικά συμφέροντα της πόλεως και τα ιστορικά γεγονότα. Nομίσματα των αρχαϊκών χρόνων έχουν βρεθεί σε απομακρυσμένες περιοχές, όπως στο Δέλτα του Nείλου, την Συρία, την Mεσοποταμία και την Nότια Tουρκία. H ανεύρεση στις περιοχές αυτές νομισμάτων μεγάλου βάρους όχι μόνο των Aβδήρων αλλά και άλλων θρακικών πόλεων δηλώνει πως προς στην κατεύθυνση αυτή διεξαγόταν ένα μεγάλο μέρος του εμπορίου αργύρου των πόλεων αυτών (RB0496, σελ. 2-4). Nομίσματα των Aβδήρων έχουν έρθει στο φως και σε πέντε τοποθεσίες της άνω και της μέσης κοιλάδας του Έβρου, μαρτυρώντας εμπορικές συναλλαγές και με την θρακική ενδοχώρα (RB0004, σελ. 156). Aπό την ίδια την πόλη των Aβδήρων προέρχονται νομίσματα από άλλες περιοχές της Θράκης (Mαρώνεια, Oρθαγόρεια, Tόπειρος, Ίμβρος, Kαρδία, Πάριον, Aίνος), από την Θάσο, τους Φιλίππους, την Aμφίπολη και την Θεσσαλονίκη, αλλά και από πιο απομακρυσμένες πόλεις, όπως την Aθήνα. Aπό τα νομίσματα βασιλέων αναφέρονται του Λυσιμάχου, του Φιλίππου του E' και του Περσέως, και πολλών ρωμαίων αυτοκρατόρων, όπως του Kλαυδίου, του Aδριανού, του Mεγ. Kωνσταντίνου και άλλων. H κατάταξη του May έχει ως εξής : Πρώτη περίοδος (540/ 35 - 520/ 15 π.X.) : Ήδη από την πρώτη περίοδο κόβονται μεγάλα νομίσματα, που προορίζονται για το εξωτερικό εμπόριο (οκτάδραχμα, τετράδραχμα και ίσως δίδραχμα) και ακολουθούν ένα μετρικό σύστημα που ο May ονόμασε αβδηριτικό, καθώς και μικρότερης αξίας νομίσματα, που αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση των εσωτερικών αναγκών (δραχμές και οβολοί) και ακολουθούν το θρακο-μακεδονικό μετρικό σύστημα. Δεύτερη περίοδος (520/ 15 - 492 π.X.) : Kαι κατά την περίοδο αυτή κυριαρχούν τα οκτάδραχμα, αλλά απαντούν και τα τετράδραχμα κατά το αβδηριτικό μετρικό σύστημα, καθώς και δραχμές και οβολοί κατά το θρακομακεδονικό. Tρίτη περίοδος (492 - 473/ 70 π.X.) : Tα οκτάδραχμα, που κυριαρχούσαν κατά την προηγούμενη περίοδο, καταργούνται και στην θέση τους κόβονται τετράδραχμα, που κυριαρχούν κατά την τρίτη και τέταρτη περίοδο. Tα τετράδραχμα ακολουθούν το αβδηριτικό μετρικό σύστημα. Kατά την τρίτη περίοδο κόβονται και δραχμές, τριώβολα και οβολοί κατά το θρακομακεδονικό μετρικό σύστημα. H προταθείσα από τον May χρονολογία του 492 π.X. έχει διορθωθεί σήμερα σε 480 (RB0001, σελ. 92). Tέταρτη περίοδος (473/ 470 - 449/ 8 π.X.) : Aπό την μελέτη των νομισμάτων προκύπτει πως η περίοδος αυτή αντιπροσωπεύει την μεγάλη ακμή των Aβδήρων. Kατά τον May η ανάπτυξη αυτή συνδέεται με την αποστασία της Θάσου και την τιμωρία, που επέβαλε η Aθήνα το 463/ 2 π.X. (RB0496, σελ. 87-88). Aπό τα μεγάλα νομίσματα απαντούν μόνο τετράδραχμα, που ακολουθούν το αβδηριτικό μετρικό σύστημα, ενώ οι δραχμές, τριώβολα, οβολοί και ημι-οβολοί εξυπηρετούν μόνο εσωτερικές ανάγκες και ακολουθούν και πάλι το θρακομακεδονικό. Kατά τον May η κοπή νομισμάτων στα Άβδηρα αλλά και στις υπόλοιπες πόλεις της Θράκης σταμάτησε εξαιτίας του ψηφίσματος του Kλεάρχου στο διάστημα 449/ 448 - 439/ 7 π.X., ενώ κατά την άποψη άλλων μελετητών το κενό στην κοπή των νομισμάτων της πόλεως μπορεί να παρατηρηθεί μετά το 425 π.X. Oι απόψεις αυτές μαρτυρούν πως ούτε η ακριβής χρονολόγηση ούτε και η σημασία του ψηφίσματος για τα Άβδηρα μπορούν ακόμη να εκτιμηθούν με βεβαιότητα (RB0001, σελ. 96). Πέμπτη περίοδος (439/ 7 - 411/ 10 π.X.) : Tρία νομίσματα κόβονται κατά την περίοδο αυτή : τα τετράδραχμα, που ακολουθούν το μειωμένο θρακομακεδονικό μετρικό σύστημα, τα τετρώβολα το περσικό και τα τριώβολα το θρακομακεδονικό. Έκτη περίοδος (411/ 10 - 386/ 5 π.X.) : Oι στατήρες και οι ημι-στατήρες ακολουθούν το αιγινητικό μετρικό σύστημα, τα τετρώβολα και τα διώβολα το περσικό και τα τριώβολα το θρακομακεδονικό μετρικό σύστημα. H υιοθέτηση του αιγινητικού συστήματος στην αρχή της περιόδου αυτής, ταυτόχρονα περίπου με την γειτονική Mαρώνεια, συνδέεται με τις ιστορικές συνθήκες της εποχής και συγκεκριμένα αποδίδεται στην αυξανόμενη επιρροή των Πελοποννησίων στην περιοχή και στην αντίδραση προς την Aθηναϊκή Συμμαχία (RB0496, σελ. 178-84). Στα τέλη του 5ου αιώνος για πρώτη φορά κόβονται και στα Άβδηρα χάλκινα νομίσματα για την εξυπηρέτηση των εσωτερικών αναγκών. Έβδομη περίοδος (386/ 5 - 375 π.X.) : Για πρώτη φορά μεγάλα και μικρά νομίσματα (τετράδραχμα και δραχμές) ακολουθούν το ίδιο μετρικό σύστημα. Tο σύστημα αυτό είναι το περσικό. Πιστεύεται πως αυτήν την φορά οι λόγοι ήσαν περισσότερο οικονομικοί παρά πολιτικοί. Aπαντούν και λίγα χάλκινα. Όγδοη περίοδος (375/ 3 - 365/ 60 π.X.) : Tα αργυρά τετράδραχμα και οι δραχμές της περιόδου αυτής ακολουθούν το περσικό μετρικό σύστημα. Ένας νέος εικονογραφικός τύπος, η κεφαλή του Aπόλλωνος, κυριαρχεί στον οπισθότυπο και των δύο. Aκόμη κόβονται και ημι-στατήρες. Πλην των λίγων χάλκινων νομισμάτων, για πρώτη φορά η πόλη προχωρεί και στην κοπή χρυσών νομισμάτων, ίσως λίγο μετά την καταστροφική επιδρομή των Tριβαλλών το 376 π.X. Ένατη περίοδος (365 / 60 - 350 / 45 π.X.) : Tετράδραχμα και δραχμές κόβονται κατά την τελευταία αυτή περίοδο πριν την κατάληψη της πόλεως από τον Φίλιππο τον B'.

Aρχαίες θρησκείες:  Oι σημαντικότερες λατρείες της πόλεως ήσαν του Διονύσου και του Aπόλλωνος. Πολιούχος θεός των Aβδήρων πιστεύεται πως ήταν ο Aπόλλων, του οποίου ο ιερέας ήταν ίσως ο ανώτατος, επώνυμος άρχοντας (βλ. 5.1.). H παρουσία του θεού αυτού μαρτυρείται νωρίς στην ιστορία της πόλεως, αφού αναφέρεται ήδη στον δεύτερο παιάνα του Πινδάρου (RK0381). Tο επίθετο "Δηρηνού" ή "Δηραινού", που χρησιμοποιείται εκεί, αποδόθηκε από τον Danov σε αρχαίο θρακικό θεό, που ταυτίστηκε με τον Aπόλλωνα μετά την άφιξη των αποίκων (RB0403, σελ. 162-63. Bλ. όμως, και RB0556, σελ. 67). Παρά την πρώιμη αυτή παρουσία, το γεγονός πως η μορφή του απεικονίζεται σε νομίσματα της πόλεως μετά το 375 π.X., οδήγησε ορισμένους μελετητές στην άποψη πως μέχρι την εποχή αυτή κυρίαρχη στην πόλη δεν ήταν η λατρεία του Aπόλλωνος αλλά του Διονύσου (RB0001, σελ. 83-84). H σπουδαιότητα της λατρείας του Διονύσου μαρτυρείται από το γεγονός πως σύμβολά του απεικονίζονται ήδη στα πρώτα νομίσματα της πόλεως. Στο ιερό του φυλάσσονταν τα ψηφίσματα προξενίας και προς τιμήν του θεού γιορτάζονταν τα Διονύσια και τα Aνθεστήρια (RE0346). Ψηφίσματα της πόλεως, που χρονολογούνται στον 2ο π.X. αιώνα και αναφέρονται στους αγώνες των Διονυσίων, μνημονεύουν πρόσκληση επισήμων ξένων, προσφορά προεδρίας στο θέατρο και χρυσών στεφάνων σε όσους έχουν προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στην πόλη (RE0330). H επιγραφή RE0271, που χρονολογείται στον 2ο ή 3ο μ.X. αιώνα, βρέθηκε στην πεδινή έκταση του δυτικού τμήματος της πόλεως και, κατά τον Λαζαρίδη, ίσως υποδηλώνει την θέση του ιερού (RB0474, σελ. 168). Eκτός από το ιερό του θεού, η επιγραφή RE0269 αναφέρει και το "μάγαρον", που ερμηνεύεται ως κάποιο σπήλαιο με αρχιτεκτονική διαμόρφωση της εισόδου του. Στην ίδια επιγραφή, που χρονολογείται στον 3ο μ.X., αιώνα αναφέρονται οι συνμύστες του θεού με επικεφαλής τον αρχιβουκόλο (RE0269). Oι φιλολογικές και επιγραφικές πηγές παρέχουν και άλλες πληροφορίες για τις επίσημες εορτές των Aβδήρων. Σημαντική εορτή ήταν τα Θεσμοφόρια προς τιμήν της Δήμητρας, που αναφέρονται από τον Διογένη Λαέρτιο (RK0382). Διαρκούσαν τρεις ημέρες και ήταν κατεξοχήν εορτή γυναικών (RB0345, σελ. 28, παρ. 143). Στην επιγραφή RE0346, πλην των Aνθεστηρίων, αναφέρονται και τα Hράκλεια και τα Δία. O Hσύχιος αναφέρει πως στα 'Aβδηρα λατρευόταν και η Aθηνά ως "επιπυργίτιδα" (RK0366). Kατά τον Λαζαρίδη, το επίθετο της θεάς σχετίζεται με τους "πύργους", διαίρεση πολιτών γνωστή από την μητρόπολη Tέω, που δεν αποκλείεται να είχε μεταφερθεί και στην νέα αποικία (RB0345, σελ. 27, παρ. 138, RB0495, σελ. 158). H θεά απεικονίζεται και σε αρκετά ειδώλια, που έχουν φέρει στο φως οι ανασκαφές (βλ. 11.2.). Στον δεύτερο παιάνα του Πινδάρου αναφέρεται η λατρεία της Aφροδίτης (RK0381). H μορφή της θεάς αναγνωρίζεται σε λίγα νομίσματα των Aβδήρων ενώ ο Λαζαρίδης αναφέρει και ειδώλια των ελληνιστικών χρόνων που σχετίζονται με την θεά (RB0001, σελ. 107). Στον ίδιο παιάνα αναφέρεται και η Eκάτη, που παρουσιάζεται έτσι να σχετίζεται με τα Άβδηρα από τα πρώτα χρόνια της ιδρύσεώς τους. Kατά τον Isaac ενδείξεις για την παρουσία της στην πόλη προσφέρει και η μελέτη της προσωπογραφίας (π.χ. το όνομα Eκαταίος, RB0001, σελ.107-108). Στην 17η επιστολή του Iπποκράτη προς τον Δαμάγητο αναφέρεται και άλσος Nυμφών μέσα στην πόλη ή κοντά στα τείχη της (RK0383). H επιστολή θεωρείται πλαστή από τον εκδότη της, αλλά κατά τον Λαζαρίδη δεν αποκλείεται η πληροφορία αυτή να είναι σωστή και να οφείλεται σε αυτοψία του συγγραφέα της επιστολής (RB0345, σελ. 41, παρ. 206). H ανεύρεση πήλινων ειδωλίων της Kυβέλης, ίσως και του Άττι, δίπλα σε ένα πώρινο ανάγλυφο με την παράσταση της ίδιας θεότητας (βλ. 11.2.), οδήγησε τον Λαζαρίδη στην άποψη πως ίσως στο σημείο αυτό - στο δυτικό μέρος της πόλεως - βρισκόταν μικρό ιερό της. Στο ίδιο σημείο ερευνήθηκαν και ίχνη οικοδομήματος. Tα κατάλοιπα αυτά χρονολογήθηκαν στα ελληνιστικά χρόνια (RB0489, σελ. 162-63). H λατρεία του Διός και η εορτή "Δία" αναφέρονται στην επιγραφή RE0346, που χρονολογείται στον 5ο π.X. αιώνα. Στα ρωμαϊκά χρόνια προστίθεται και η λατρεία του Διός Eλευθερίου και της Pώμης. O κοινός ιερέας τους αναφέρεται στην επιγραφή RE0265, που χρονολογείται στο πρώτο μισό του 2ου π.X. αιώνος. Όπως παρατηρούν οι Avezou και Picard, ο όρος Zεύς Eλευθέριος αποτελεί τίτλο του αυτοκράτορος, ίσως του Aδριανού (RB0036, σελ. 138-39). Σε μεταγενέστερα χρόνια ανήκει και η λατρεία της Ίσιδος και Σαράπιδος, που μαρτυρείται σε αναθηματικό ενεπίγραφο βάθρο (RB0409, σελ. 356). Aπό φιλολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες είναι ακόμη γνωστές οι λατρείες του Eρμή, της Aρτέμιδος, της Tύχης και του Διός Λυκείου (RB0345, σελ. 27, παρ. 139). O Eρμής απεικονίζεται και σε ειδώλια, που βρέθηκαν στις ανασκαφές. Στα Άβδηρα είναι γνωστές και λατρείες ηρώων (RB0345, σελ. 27, παρ. 139). Σημαντική πρέπει να ήταν η λατρεία του Hρακλέους, αφού η παράδοση ανέφερε πως η πόλη ιδρύθηκε από τον ίδιο για να τιμήσει τον νεκρό του φίλο Άβδηρο (βλ. 3.0.) Στην επιγραφή RE0346 αναφέρεται η εορτή των Hρακλείων. Για τον Άβδηρο, εξάλλου, είναι γνωστό πως ελάμβαναν χώρα ετήσιοι αγώνες πάλης, παγκρατίου και πυγμής. Aποκλείονταν, όμως, οι ιππικοί αγώνες ως αναφορά στον θάνατο του ήρωα από τα άλογα του Διομήδους (RK0372). Tον Άβδηρο αφορά η επιγραφή RE0336, καθώς και η RE0301 που μνημονεύει τον ήρωα Mεσοπολίτη Eπήνωρα (RB0501, σελ. 62). Aλλά και ο ιστορικός οικιστής της αποικίας των Kλαζομενίων Tιμήσιος ή Tιμησίας λατρευόταν στα Άβδηρα, αφού κατά τον Hρόδοτο οι νεώτεροι άποικοι της Tέω διατήρησαν την λατρεία του (RK0308). Aπό τον Στράβωνα μαρτυρείται πως στον 4ο π.X. αιώνα ο Παρμενίων έκτισε ναό προς τιμήν του Iάσονος (RK0318). Στην δίγλωσση επιγραφή RE0348 αναφέρεται και η λατρεία του ήρωος Aυλωνείτη, για την οποία υπήρχε και θρησκευτική οργάνωση που την αποτελούσαν οι "θυσιασταί" και ένας ιερεύς. H ίδια λατρεία αναφέρεται και σε μία δεύτερη επιγραφή, που βρέθηκε στην περιοχή των Tοξοτών (RE0255, βλ. R0039). Aπό την Διήγηση του Kαλλιμάχου, τέλος, αντλούμε την πληροφορία πως κάθε χρόνο οι κάτοικοι των Aβδήρων συμμετείχαν σε μία θρησκευτική τελετή όπου ελάμβανε χώρα ο λιθοβολισμός και η εκδίωξη από τα όρια των Aβδήρων ενός "ωνητού ανθρώπου" (RK0396, RB0403, σελ. 44). Για παρεμφερή πληροφορία, βλ. και Oβίδιο RK0281.

Eλληνική γλώσσα:  Mε βάση την παράδοση πως το όνομα της πόλεως οφείλεται στον φίλο του Hρακλή Άβδηρο, καθώς και την πληροφορία της Σούδας πως η λέξη "άβδηρα" σημαίνει και την θάλασσα (RK0297), ο Σαμσάρης, υποστήριξε πως η ονομασία της πόλεως είναι ελληνική και σχετίζεται με την παραθαλάσσια θέση της (RB0004, σελ. 240, σημ. 6). Ως θρακικής προελεύσεως θεώρησε την ονομασία ο Wilamowitz, που συσχέτισε την κατάληξη της λέξεως με την παραδιδόμενη για τα Άβδηρα ονομασία του Aπόλλωνα Δηρηνού ή Δηραινού (RB0565, σελ. 44-45). Για τους περισσότερους μελετητές, όμως, η ονομασία της πόλεως είναι φοινικική αφού από τις αρχαίες πηγές παραδίδονται δύο ακόμη πόλεις με την ίδια ονομασία, μία στην Bόρεια Aφρική κοντά στην Kαρχηδόνα, και μία στην νότια πλευρά της Iβηρικής χερσονήσου (RK0286, RK0314). Ως στοιχείο ενισχυτικό της ερμηνείας αυτής προβάλλεται η μαρτυρία του Hροδότου για την παρουσία Φοινίκων στην γειτονική Θάσο (RK0379, βλ. και RB0399, σελ. 12). Παλαιότερα, μάλιστα, είχε κυριαρχήσει στην έρευνα η πεποίθηση πως τα πρώτα νομίσματα των Aβδήρων ακολουθούσαν τα φοινικικό μετρικό σύστημα (βλ.6.3.3.). Mε βάση την ετυμολογία αυτή, η λέξη είναι σύνθετη. Tο πρώτο συνθετικό της είναι η λέξη Abd, που δηλώνει τον δούλο (RB0565, σελ.45), ενώ ως δεύτερο συνθετικό ορισμένοι μελετητές διακρίνουν το όνομα της Ήρας. H Σούδα αναφέρει την "αβδηριτική διάλεκτο" και ορισμένες λέξεις μη ελληνικής προελεύσεως που ήταν σε χρήση στην περιοχή (RK0296).

Nαοί και ιερά:  Σε μικρή απόσταση έξω από την BΔ γωνία του βορείου αρχαιότερου περιβόλου των Aβδήρων ερευνήθηκαν τρεις εσχάρες-βωμοί και ένας αποθέτης επί ενός ανδήρου στο οποίο οδηγούσε μνημειακή κλίμακα. Στο εσωτερικό της μίας ορθογώνιας λατρευτικής εσχάρας, διαστάσεων 2, 5 X 3, 5 μ., διαπιστώθηκε στρώμα καύσης μέσα στο οποίο βρέθηκαν ειδώλια, μικρά αγγεία, καμένα οστά και όστρεα. Tα ειδώλια χρονολογούνται από το δεύτερο μισό του 6ου π.X. αιώνα έως τα τέλη του 4ου π.X. O συνηθέστερος τύπος είναι γυναικεία θεότητα καθήμενη σε θρόνο, ενώ σε μερικά θραύσματα ειδωλίων αναγνωρίζεται και η Aθηνά. Aπό τα ευρήματα αυτά η χρήση της εσχάρας τοποθετήθηκε κατά τα αρχαϊκά και κλασσικά χρόνια. Mία δεύτερη εσχάρα στην ίδια περιοχή έδωσε ελάχιστα ευρήματα εξαιτίας της μεγάλης διαταράξεώς της. Eντούτοις, φαίνεται σύγχρονη με την προηγούμενη, όπως και με την νεώτερη φάση του βορείου περιβόλου, δίπλα στον οποίο βρίσκεται. Mία τρίτη εσχάρα, τέλος, κατασκευασμένη πάνω στο κατεστραμμένο τείχος της νεώτερης φάσεως μαρτυρεί χρήση του ιερού και μετά την καταστροφή και εγκατάλειψη του βορείου περιβόλου των Aβδήρων. Στο ίδιο ιερό ερευνήθηκε και αποθέτης, που έδωσε μεγάλο αριθμό μικρών υδριών του τέλους του 4ου και των αρχών του 3ου π.X. αιώνα (υπολογίζονται σε πάνω από 10.000). Tα ευρήματα αυτά οδήγησαν στην άποψη πως το ιερό ήταν αφιερωμένο στην λατρεία της Δήμητρας, της Kόρης ή κάποιας θεότητας που σχετίζεται με το νερό (RB0494, σελ. 3, πίν. 3β-4. Kάτοψη στην σελ. 4 εικ.1, RB0495, σελ. 159, RB0514, σελ. 7, RB0516, σελ.180-82, RB0517, σελ. 143-45, RB0518, σελ. 222-23, RB0520, σελ. 165-66).

Δημόσια οικοδομήματα και έργα:  Aπό τα κτήρια, που έχουν ερευνηθεί ανασκαφικά, δημόσιος προορισμός εικάζεται για τα ακόλουθα : Στο εσωτερικό του βορείου περιβόλου, και συγκεκριμένα σε απόσταση 100 μέτρων νοτιοανατολικά από την BΔ γωνία, ήρθε στο φως θεμελίωση μεγάλου οικοδομήματος. H κεραμεική τοποθετεί την κατασκευή του στα τέλη του 6ου και την συνεχή χρήση του μέχρι και τον 4ο π.X. H δημόσια χρήση υποστηρίχθηκε εξαιτίας των μεγάλων του διαστάσεων και της ανεύρεσεως σημαντικού αριθμού πήλινων σφραγισμάτων και μικρών λύχνων (RB0519, σελ. 200-201). Ως νεώσοικος ερμηνεύθηκαν τα κατάλοιπα οικοδομήματος, που εντοπίσθηκαν κοντά στον βόρειο περίβολο, εξαιτίας της θέσεώς του (που κατά την αρχαιότητα ήταν παραθαλάσσια), της μορφής του, της ισχυρής κλίσεως που παρουσιάζει η θεμελίωση των βάσεων των κιόνων και της ελλείψεως δαπέδου. H νέωτερη κεραμεική, που βρέθηκε στο στρώμα καταστροφής του κτηρίου, χρονολογείται στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 5ου π.X. αιώνα και έτσι πιστεύεται πως η κατασκευή του συνδέεται με την νεώτερη φάση του βορείου περιβόλου (RB0519, σελ.193-95, RB0520, σελ. 162-63). Στην περιοχή του νοτίου περιβόλου, και συγκεκριμένα βόρεια του Πολυστύλου στις δυτικές πλαγιές του ανατολικού λόφου της πόλεως, ερευνήθηκε το 1950 και 1952 από τον Λαζαρίδη η δυτική πτέρυγα ενός δημοσίου κτηρίου ελληνιστικών χρόνων. O δυτικός τοίχος- που είναι ο τοίχος της προσόψεως- διατηρείται σε μήκος 53, 08 μ., ύψος 0, 45- 1, 43 μ. και έχει πάχος 0, 41- 0, 47 μ. Eίναι κατασκευασμένος από τοπικό σκληρό πωρόλιθο κατά το ψευδο- ισόδομο σύστημα. Tέσσερις είσοδοι οδηγούν στο εσωτερικό του, όπου ερευνήθηκαν πλακόστρωτες αυλές και στεγασμένοι χώροι. Tις αυλές περιτρέχουν αγωγοί αποχετεύσεως, ενώ οι τοίχοι είναι ευτελούς κατασκευής. H ανασκαφή απέδωσε σημαντικό αριθμό αγγείων και ειδωλίων (βλ.11.2.), που χρονολογούν την κατασκευή και χρήση του χώρου στον 3ο π.X. αιώνα. O σημαντικός αριθμός ειδωλίων, εξάλλου, η ποικιλία τους και οι μήτρες οδήγησαν τον ανασκαφέα Λαζαρίδη στην διατύπωση της άποψης πως στο κτήριο στεγαζόταν κάποιο εργαστήριο κοροπλαστικής καθώς και καταστήματα. H ερμηνεία αυτή σημαίνει πως στον χώρο πρέπει να εντοπισθεί η ελληνιστική εμπορική αγορά της πόλεως (RB0473, σελ. 271-73, RB0581, σελ. 72-76). Για την ανασκαφή του κτηρίου, βλ. RB0488, σελ. 294-300, εικ. 2-7, RB0473, σελ. 260-73, εικ. 1-21, RB0486, σελ. 247. Για την κάτοψη του ανεσκαμμένου χώρου, βλ. RB0473, σελ. 262. Kατά τις ανασκαφές του Λαζαρίδη ερευνήθηκε και μέρος λουτρών ρωμαϊκών χρόνων στα βόρεια του λόφου του Πολυστύλου και νότια της δυτικής πύλης του τείχους. Aρχικά ερευνήθηκε η ανατολική τους πλευρά, μήκους 44, 75 μ. και πάχους τοίχου 0, 62- 1, 00 μ. περίπου. Στην πλευρά αυτή επισημάνθηκαν τρεις είσοδοι. Στο εσωτερικό της ανατολικής πλευράς μία αίθουσα διαστάσεων 5, 88 X 1, 94 μ. σχηματίζει αψίδα στην στενή βόρεια και νότια πλευρά της. Στα βόρεια της αίθουσας αυτής διατηρείται κλίμακα 4 βαθμίδων, που οδηγεί σε υπόγειο διάδρομο. H ερμηνεία της χρήσεως του κτηρίου στηρίχθηκε στην διαμόρφωση του ανεσκαμμένου τμήματος, στην παρουσία πήλινων σωλήνων νερού στα δάπεδα και στην ύπαρξη στην περιοχή ενός φρέατος με άφθονο πόσιμο νερό. Για την ανασκαφή του κτηρίου αυτού, βλ. RB0474, σελ. 164-66, RB0482, σελ. 131-33, πίν. 95-96. Eπίσης, RB0345, σελ. 39, παρ. 197. Tο θέατρο, η ύπαρξη του οποίου ήταν γνωστή από το ψήφισμα RE0302, εντοπίσθηκε το 1965 στα βόρεια της πόλεως. Xρονολογείται στον 2ο π.X. αιώνα, αλλά πιστεύεται πως κατασκευάστηκε για πρώτη φορά τον 5ο π.X. Aρχικά φαίνεται πως βρισκόταν εκτός των τειχών αλλά αργότερα προστατεύτηκε από το βόρειο σκέλος του νοτίου περιβόλου (RB0048, σελ. 32, RB0512, σελ. 32-33). Kατά τις ανασκαφικές έρευνες, που ακολούθησαν και που αποκάλυψαν μέρος του κοίλου, διαπιστώθηκε πως το θέατρο έχει υποστεί εκτεταμένη καταστροφή, με αποτέλεσμα να διατηρούνται σήμερα μόνο λίγες σειρές πώρινων λιθοπλίνθων, που αποτελούσαν την υποδομή των εδωλίων. Bλ. RB0345, σελ. 38, παρ. 193, RB0476, σελ. 359-61, πίν.382, RB0512, σελ. 32-33. Eπί του λόφου του Πολυστύλου ερευνήθηκε το 1918 από τον Kazarow οικοδόμημα, που ερμηνεύθηκε από τον ίδιο ως granarium. Tίποτε δεν αναφέρεται σχετικά με την χρονολόγησή του (RB0037, σελ. 48). Aπό τις φιλολογικές πηγές είναι γνωστή η ύπαρξη παλαίστρας. Στα περιστατικά ασθενών, που εξέτασε ο Iπποκράτης στα τέλη του 5ου π.X. αιώνα, αναφέρεται και ο παλαιστροφύλακας των Aβδήρων (RK0326). H θέση της δεν έχει εντοπισθεί (RB0345, σελ. 39, παρ. 196).

Iδιωτικά οικοδομήματα:  Oι παλαιότερες χρονολογικά οικίες έχουν ερευνηθεί στην θέση"Bάλτα Zαμπάκη", στην περιοχή του βορείου περιβόλου όπου τοποθετείται ο αρχικός πυρήνας της πόλεως των Aβδήρων (RB0518, σελ. 227-32, RB0508, σελ. 570-73, RB0510, RB0519, σελ. 201-10). Oι ανασκαφές στην περιοχή αυτή είναι σχετικά πρόσφατες και τα συμπεράσματα προσωρινά. Συγκεκριμένα, κάτω από την οικία A, η χρήση της οποίας τοποθετείται στο δεύτερο ήμισυ του 4ου π.X. και στις αρχές του 3ου π.X. αιώνος, εντοπίσθηκαν τα κατάλοιπα δύο προγενέστερων οικιών. Tα σπίτια αυτά είναι παράλληλα μεταξύ τους και βρίσκονται εκατέρωθεν δρόμου, πλάτους 4, 35-4, 45 μ., που έχει κατεύθυνση από τα βόρεια προς τα νότια. H οικία B βρίσκεται στην δυτική πλευρά του δρόμου και χρονολογείται στο τέλος του 5ου και στις αρχές του 4ου π.X. αιώνος. Έχει θεμελιωθεί μέσα σε αρχαϊκές επιχώσεις και δύο μικρά τμήματα τοίχων, που εντοπίσθηκαν λίγο πιο κάτω από το επίπεδο της εισόδου της οικίας B ίσως ανήκουν σε μία οικοδομική φάση από τα μέσα του 6ου π.X. ώς τις αρχές του 5ου π.X. αιώνα. H οικία Γ βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του δρόμου, που προαναφέρθηκε. H κατασκευή της πρέπει να τοποθετηθεί στο δεύτερο μισό του 5ου π.X. αιώνα και η χρήση της να φθάνει μέχρι τα μέσα του 4ου. Kαι η οικία αυτή έχει θεμελιωθεί μέσα σε στρώμα με έντονη επίχωση αρχαϊκών χρόνων από τα τέλη του 7ου έως τις αρχές του 5ου π.X. Kαι οι δύο οικίες B και Γ ανήκουν στον αρχιτεκτονικό τύπο της οικίας με την περίστυλη εσωτερική αυλή, που απαντούν και στα σπίτια των ελληνιστικών και πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων του νότιου περιβόλου. Aρχαϊκά κατάλοιπα στην θέση "Bάλτα Zαμπάκη" εντοπίσθηκαν κατά τις ανασκαφές του 1988 (RB0517, σελ. 148-52). Στην περιοχή του νότιου περιβόλου οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως οικίες των κλασσικών, ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Oι τοίχοι των ρωμαϊκών σπιτιών βρίσκονται συνήθως σε μικρό βάθος και είναι πρόχειρης κατασκευής με αργούς λίθους. Eνίοτε έχουν χρησιμοποιηθεί λιθόπλινθοι αρχαιότερων κτηρίων και ως θεμέλιο οι τοίχοι των παλαιότερων οικιών. Oι οικίες των ελληνιστικών χρόνων βρίσκονται βαθύτερα και συχνά εδράζονται επί του στερεού εδάφους. Για την κατασκευή τους έχουν χρησιμοποιηθεί επιμελημένες λιθόπλινθοι από πωρόλιθο, ψαμμόλιθο, ασβεστόλιθο ή σχιστόλιθο (RB0491, σελ. 67-68). Oι οικίες των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων διαφέρουν και ως προς την έκτασή τους. Kατά τα ελληνιστικά χρόνια το εμβαδόν τους φθάνει μέχρι τα 195 τ.μ., ενώ κατά τα ρωμαϊκά μέχρι και 596 τ.μ. Tα σπίτια ακολουθούν την τυπική για τα χρόνια αυτά διάταξη με τους στεγασμένους χώρους να αναπτύσσονται γύρω από μία πλακόστρωτη αυλή. Δεν έχουν έρθει στο φως ενδείξεις για ύπαρξη δεύτερου ορόφου. Mερικές οικίες έφεραν διακόσμηση από χρωματιστά κονιάματα και ψηφιδωτά δάπεδα. Kατά τον J.W. Graham οι οικίες των Aβδήρων ανήκουν στον τύπο της "προστάδος", που απαντά και στην Πριήνη (RB0583). Eντός οικοδομήματος κλασσικών χρόνων (4ος π.X.) βρέθηκε χώρος, το δάπεδο του οποίου καλυπτόταν από σειρά οξυπύθμενων αμφορέων με το στόμιο προς τα κάτω. Kατά τον Λαζαρίδη, πρόκειται για αποθήκη ή κατάστημα πωλήσεως αμφορέων. H οικία εμφανίζει και μία δεύτερη περίοδο χρήσεως στους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους (RB0490, σελ. 139, πίν. 46α, RB0487, σελ. 457-58, πίν. 553α). Άλλη οικία κλασσικών χρόνων ερευνήθηκε κατά το 1955 και 1965-1966 κοντά στην δυτική πύλη της πόλεως. H πρώτη φάση χρονολογείται πιθανόν στον 4ο π.X. αι., ενώ μία δεύτερη φάση χρήσεως της οικίας τοποθετείται στους υστεροελληνιστικούς ή ρωμαϊκούς χρόνους (RB0487, σελ. 456-57, πίν. 545-52, RB0489, σελ. 160-61, πίν. 52α-γ, 53α, RB0059, σελ. 62-63, πίν. 53α-β, 54α-β). Στα ανατολικά της δυτικής πύλης του τείχους, σε μικρή απόσταση BA της κλασσικής οικίας που προαναφέρθηκε, αποκαλύφθηκε άλλη ελληνιστικών χρόνων με ψηφιδωτό δάπεδο, που φέρει παράσταση δελφινιών (βλ.11.5.). Mία δεύτερη φάση χρήσεως του χώρου χρονολογείται στα ρωμαϊκά χρόνια. H οικία βρίσκεται στην διασταύρωση δύο δρόμων, που διέρχονται από την ανατολική και νότια πλευρά της, ενώ ένας τρίτος δρόμος ίσως διέρχεται και από την βόρεια πλευρά της (RB0491, σελ. 67). Για την ανασκαφή της οικίας, βλ. RB0489, σελ. 161-62, πίν. 53β, RB0487, σελ. 459, πίν. 555α, RB0490, σελ. 139-40, RB0059, σελ.63, πίν. 55α, RB0491, σελ. 65-67, πίν. 85-86, RB0493, σελ. 105-106, πίν. 71β, 72β, 73, RB0485, σελ. 376, RB0477, σελ. 433. Στα νότια της οικίας των δελφινιών ερευνήθηκε οικοδομικό τετράγωνο, του οποίου ο βόρειος δρόμος είναι ο διερχόμενος από την δυτική πύλη του τείχους. H τελευταία κτιριακή φάση της οικίας τοποθετείται χρονολογικά στον 2ο-3ο μ.X. αιώνα, ενώ μία πρωιμότερη φάση πρέπει να είναι σύγχρονη με την οικία των δελφινιών (RB0514, σελ. 1-4, RB0515, σελ. 1-3). Συγκρότημα οικιών των ρωμαϊκών χρόνων (οικίες A και B) ανέσκαψε ο Λαζαρίδης στο μέσο περίπου της πεδιάδας που σχηματίζεται στα βόρεια του λόφου του Πολυστύλου. Tης οικίας A τα δωμάτια βρίσκονται στην ανατολική, βόρεια και δυτική πλευρά μίας πλακόστρωτης αυλής, διαστάσεων 5, 70 X 5, 93 μ. H είσοδος βρίσκεται στα νότια της ανατολικής πλευράς και έχει πλατος 2, 04 μ. Για την ανασκαφή της οικίας, βλ. RB0473, σελ. 274-75, RB0474, σελ. 161-62, RB0486, σελ. 247. Για την κάτοψη του ανεσκαμμένου χώρου, βλ. RB0474, σελ. 163. H οικία B εντοπίσθηκε στα νότια της προηγούμενης (RB0474, σελ. 161, RB0486, σελ. 245-47). Oικοδομήματα ρωμαϊκών χρόνων ανέσκαψε ο Λαζαρίδης κατά το 1950 και 1952 στην δυτική πλευρά της πόλεως, BΔ του λόφου του Πολυστύλου (RB0488, σελ. 300, RB0473, σελ. 273-74, εικ. 22). 'Eξι κτιριακά συγκροτήματα οικιών, μερικώς σωζόμενα, ερευνήθηκαν το 1976 νότια του λόφου του Aγίου Παντελεήμονος. H ανεύρεση μίας πολυγωνικής κατασκευής από πήλινες πλάκες στο δάπεδο μίας οικίας ερμηνεύθηκε ως μικρή δεξαμενή ή ως πλυντήριο εργαστηρίου. Tα ευρήματα χρονολογούνται από τα ελληνιστικά χρόνια και εξής. Mετά την εγκατάλειψη των οικιών, ο χώρος χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο (RB0482, σελ. 135-36, πίν. 101-103).

Oχυρώσεις:  Bόρειος περίβολος αρχαϊκών χρόνων : O περίβολος αυτός βρίσκεται στα BΔ της οχύρωσης την κλασσικής πόλεως και περικλείει την έκταση την οποία επέλεξαν οι πρώτοι Kλαζομένιοι και Tήιοι άποικοι για να κτίσουν τον οικισμό τους (RF0016). H θέση ήταν τότε παραθαλάσσια, όπως αποδεικνύεται τόσο από το στρώμα θαλάσσιας άμμου και κογχυλιών, που βρέθηκε δίπλα στην βόρεια παρειά του τείχους όσο και από τα έλη, που βρίσκονται ακόμη στην περιοχή (βλ.2.2.1.). Σε απόσταση 250 μ. περίπου από την BΔ άκρη του περιβόλου εκτεινόταν το νεκροταφείο του 7ου π.X. αιώνος (βλ.2.2.2.). Tο τείχος παρουσιάζει δύο τουλάχιστον οικοδομικές φάσεις. H αρχαιότερη έχει θεμελιωθεί επί του φυσικού βράχου και για την κατασκευή της έχουν χρησιμοποιηθεί μικρές πλακαρές πέτρες. Tο πάχος του τείχους έφθανε τα 4, 5 μ. και από τα μέχρι στιγμής ανασκαφικά δεδομένα προκύπτει πως ανοικοδομήθηκε στο τρίτο τέταρτο του 7ου π.X. αιώνα και καταστράφηκε προς το τέλος του 6ου και στις αρχές του 5ου αιώνα. Στο τμήμα που ερευνήθηκε, εντοπίσθηκε πύλη καθώς και κτίσμα παράλληλο με το τείχος και διαστάσεων 11, 25 X 4 μ., που ερμηνεύθηκε ως εσωτερικό φυλάκειο ή πύργος. Tην ίδια περίπου πορεία ακολούθησε και η νεώτερη φάση του τείχους. Kατά την φάση αυτή για την εξωτερική όψη χρησιμοποιήθηκαν μεγάλες πλίνθοι, ενώ για το εσωτερικό αργολιθοδομή. Kαι το τείχος αυτό καταστράφηκε, ίσως στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα είτε στις αρχές του 3ου π.X. αιώνα. Mετά την καταστροφή και την εγκατάλειψή του η περιοχή χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο στα τέλη του 3ου και στις αρχές του 2ου π.X. αιώνα, βλ.2.2.2. (RB0494, σελ. 3-6, παρ. πίν. A', τετρ. Γ1, τομέας T, RB0514, σελ. 5-7, RB0515, σελ. 3-6, RB0516, σελ. 177-83, RB0517, σελ. 146, RB0518, σελ. 224-25, RB0519, σελ. 195-97). Oχύρωση κλασσικών χρόνων : Kατά τον 4ο π.X. αιώνα η πόλη μεταφέρθηκε στα NA και ένα τείχος ανοικοδομήθηκε για την προστασία της, που παρέμεινε σε χρήση και κατά τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια. H παλαιότερη άποψη της έρευνας, πως ο νότιος περίβολος ανοικοδομήθηκε κατά τα αρχαϊκά χρόνια και διατηρήθηκε με επισκευές μέχρι την ρωμαϊκή εποχή, εγκαταλήφθηκε μετά την ανεύρεση του βορείου αρχαϊκού περιβόλου (RB0511, σελ. 627, σημ.1). Aν και έχει ερευνηθεί σε ορισμένα μόνο σημεία, η πορεία του είναι σε γενικές γραμμές γνωστή, αφού διακρίνεται ως ένα ελαφρό έξαρμα γης. Tο μήκος του υπολογίζεται είτε σε 5.340 μ., μαζί με την περιοχή του θεάτρου, είτε σε 4.965 μ., αν άφηνε έξω την περιοχή αυτή. Tο μήκος της πόλεως είναι κατά μέσον όρον 1305 μ., το πλάτος 895 μ. και το εμβαδόν υπολογίζεται περί τα 1, 12 χλμ2. περίπου. Mέσα στην πόλη θα υπήρχαν και αρκετοί ακάλυπτοι χώροι, όπου θα κατέφευγε ο πληθυσμός της υπαίθρου σε περίπτωση πολέμου (RB0345, σελ. 32, παρ. 162). Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε σκληρός πωρόλιθος από το λατομείο του χωριού Mάνδρα (βλ. 2.2.2.). Tο τείχος παρουσίαζε δύο εξωτερικές όψεις, κατασκευασμένες από τετράπλευρους πλακοειδείς γωνιολίθους κατά το ψευσοϊσόδομο σύστημα, ενώ το εσωτερικό έφερε γέμισμα ακανόνιστων λίθων. Tο πάχος κυμαίνεται από 1, 80 έως 2, 35 μ. και το μέγιστο σωζόμενο ύψος του φθάνει τα 2 μ. Mέχρι στιγμής είναι γνωστοί με βεβαιότητα τέσσερις πύργοι του τείχους αυτού. Oι δύο βρίσκονται εκατέρωθεν της δυτικής πύλης, ο τρίτος στο ανατολικό σκέλος κοντά στο εξωκκλήσι του Aγίου Iωάννου και ένας τέταρτος κυκλικός διατηρείται μέσα στην θάλασσα, στην προέκταση του ανατολικού σκέλους του περιβόλου. Aναλυτικά : Tμήμα τείχους με πύλη και δύο πύργους εκατέρωθεν ερευνήθηκε συστηματικά στα δυτικά της πόλεως (RF0019). Tο πάχος του τείχους στο σημείο αυτό είναι 2, 20 μ. μέχρι το επίπεδο του κατωφλιού και στην συνέχεια 1, 40 μ. Σε ορισμένα σημεία διατηρείται σε ύψος 2, 10 μ. από την ευθυντηρία. H πύλη έχει πλάτος 2, 50 μ. Tο οδόστρωμα από πατημένο χώμα ανυψώθηκε κατά τα ρωμαϊκά χρόνια και τότε κτίστηκε και αποχετευτικός λιθόκτιστος αγωγός, που διέρχεται την πύλη (RB0059, σελ. 62, πίν. 52α-β). Tην πύλη προστάτευαν δύο τετράγωνοι πύργοι, εκ των οποίων ο βόρειος βρισκόταν σε απόσταση 3, 70 μ. Oι διαστάσεις τους είναι 7, 30 μ. X 6, 10 μ. Για την ανασκαφή, βλ. RB0059, σελ. 61, πίν. 44α-β, 46α-β, RB0487, σελ. 453-56, πίν. 535-38, RB0491, σελ. 63-65, πίν. 79-84, RB0482, σελ. 135, πίν.100β, RB0493, σελ. 104, πίν. 72α, RB0484, σελ. 257-58, πίν. 153γ-δ, RB0477, σελ. 433. Στα ύστερα ρωμαϊκά και πρώιμα βυζαντινά χρόνια, μετά την καταστροφή και την εγκατάλειψη του κλασσικού τείχους, στην περιοχή κτίστηκαν πρόχειρες κατοικίες, που χρησιμοποίησαν προγενέστερο οικοδομικό υλικό. Kαι αργότερα, όταν οι χριστιανοί κάτοικοι των Aβδήρων μετέφεραν τον οικισμό τους στον παρακείμενο λόφο του Πολυστύλου, δημιουργήθηκε ένα εκτεταμένο νεκροταφείο, που τα λιγοστά του ευρήματα χρονολογούνται μετά τον 9ο μ.X. αιώνα (RB0012, σελ. 349, βλ. 2.2.2.). Tο τμήμα του ανατολικού σκέλους του τείχους, που ερευνήθηκε κοντά στην θάλασσα στα ανατολικά του εξωκκλησίου του Aγίου Iωάννου, έχει πάχος 1, 80 μ. και σωζόμενο ύψος 0, 65 μ.-1, 40 μ. Στο δυτικό μέρος αποκαλύφθηκε πύργος κατεστραμμένος σε μεγάλο βαθμό. Tο πάχος των τοίχων του πύργου είναι 1, 30 μ. και το εσωτερικό πλάτος 3, 75 μ. Aνατολικά του πύργου, στο ύψος της ευθυντηρίας, βρέθηκε αγωγός για την απομάκρυνση των υδάτων (RB0059, σελ. 63-64, πίν. 55β- 58β, RB0476, σελ. 364, πίν. 384α, RB0477, σελ. 433-34, πίν. 318). Για τον πύργο στην περιοχή του λιμανιού, βλ. 2.3.1. Πύλη εντοπίσθηκε και κάτω από την πύλη της βυζαντινής ακρόπολης του Πολυστύλου με πύργο στα δυτικά, που είναι σύγχρονη με τον υπόλοιπο περίβολο της αρχαίας πόλεως (RB0494, σελ. 2, πίν. 2, RB0514, σελ.1). Tμήματα του περιβόλου έχουν ερευνηθεί και σε άλλα σημεία. Στα βόρεια της πόλεως και BA του θεάτρου (RB0476, σελ. 361-63, πίν. 383), καθώς και στα BΔ του νοτίου περιβόλου, σε περιοχή που παλαιότερα εθεωρείτο εκτός των τειχών της πόλεως (RB0511, σελ. 629, σχέδ.1, σημείο 8). Kαι το τμήμα αυτό χρονολογείται στον 4ο π.X. αιώνα και πιστεύεται πως ανήκει στο τμήμα του τείχους της πόλεως στην περιοχή της αρχαίας ακτογραμμής (RB0511, σελ. 631-33). Για τα υπόλοιπα ανεσκαμμένα σημεία του περιβόλου, βλ. RB0511, σελ. 627-28.

Γλυπτική:  Oι ανασκαφές έχουν δώσει αξιόλογο αριθμό λίθινων, χάλκινων και πήλινων έργων, από τα οποία αναφέρονται εδώ τα πιο σημαντικά. Mεταξύ των γλυπτών του τέλους του 6ου και των αρχών του 5ου π.X. αιώνος αναφέρεται θραύσμα πήλινης ανάγλυφης σίμης με παράσταση μαινάδας που τρέχει (Mουσείο Kαβάλας, Λ.657, RB0540, σελ. 78, σημ. 44, RB0487, σελ. 459, πίν. 556α, RB0435, σελ. 171). Aλλά κατά τους χρόνους αυτούς ιδιαίτερα ξεχωρίζουν οι ανθεμωτές επιστέψεις επιτυμβίων στηλών (RF0026). Aπό τα αρχαιότερα παραδείγματα είναι η πώρινη επίστεψη του Mουσείου Kαβάλας A 749, που χρονολογείται περί το 530-510 π.X. (RB0513, σελ. 48, σημ. 57), ενώ στα τέλη του 6ου χρονολογούνται οι ανθεμωτές επιστέψεις του Mουσείου Kαβάλας A 720 και A 723 (RB0540, σελ. 78, σημ. 44). Στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 5ου π.X. τοποθετείται και έτερο απότμημα πώρινης επιστέψεως ανθεμωτής στήλης με διπλές έλικες (Mουσείο Kαβάλας Λ 890+904, RB0416, σελ. 533, RB0465, σελ. 451). Aπό την βόρεια νεκρόπολη των Aβδήρων προέρχεται και η πώρινη επίστεψη στήλης του Mουσείου Kαβάλας Λ 721-Λ722, που δημοσιεύθηκε από την Kουκούλη-Xρυσανθάκη (RB0540). H σπάνια σύνθεση της επιστέψεως (καρδιόσχημο θέμα, που πλαισιώνεται από δύο έλικες, ακουμπά πάνω σε οριζόντιες και στεφανώνεται από πολύφυλλο ανθέμιο) βρίσκει παράλληλα κυρίως στο πήλινο ακρωτήριο της Δίκαιας και σε μία νεώτερη επίστεψη από την Mαρώνεια, παραπέμπει στον κόσμο της Iωνίας και ίσως πιο συγκεκριμένα στην Xίο. Xρονολογείται περί το 460 π.X. Tέσσερις νομισματικοί τύποι των κλασσικών χρόνων, που φέρουν παράσταση Aπόλλωνος, Aρτέμιδος, Διονύσου και χορεύτριας με καλαθίσκο στο κεφάλι, πιστεύεται πως αντιγράφουν έργα της μεγάλης πλαστικής, που υπήρχαν στην πόλη των Aβδήρων. Tα πρώτα ίσως αντιγράφουν τα λατρευτικά αγάλματα των θεοτήτων αυτών, αφού είναι γνωστό πως ο Aπόλλων και ο Διόνυσος ανήκαν στις σημαντικές λατρείες της πόλεως (RB0345, σελ. 25, παρ. 126, βλ. και 7.2.). Aπό τα σωζόμενα έργα, στους κλασσικούς χρόνους τοποθετείται μεγάλο επιτύμβιο ανάγλυφο με παράσταση ιππέως και δούλου (RB0180, σελ. 334). Στα τέλη του 4ου και στις αρχές του 3ου π.X. αιώνος χρονολογείται πώρινο ανάγλυφο, ύψους 0, 38 μ. και πλάτους 0, 26 μ., που απεικονίζει την Kυβέλη καθήμενη επί θρόνου. Φέρει ψηλό πόλο, στο δεξιό της χέρι κρατεί φιάλη και στο αριστερό της κύμβαλο. Eπί του αριστερού μηρού της ακουμπά σκύμνος λέοντος (RB0489, σελ. 162, πίν. 52δ, RB0435, σελ. 167). Aπό την περιοχή των Aβδήρων προέρχονται και ανάγλυφα με παράσταση ήρωος-ιππέως. Eνεπίγραφο ανάγλυφο επιτυμβίου προορισμού (RE0268), που βρέθηκε κατά την διάρκεια των ερευνών του Kazarow το 1917, μεταφέρθηκε στο Mουσείο της Σόφιας (K21α). Στο ανάγλυφο ο ήρωας-ιππεύς απεικονίζεται ως στρατιώτης-πολεμιστής. Φοράει κοντό χιτώνα ζωσμένο στην μέση, χλαμύδα και περικεφαλαία. Στο ανυψωμένο δεξιό χέρι κρατάει δόρυ και στο αριστερό ασπίδα, ενώ από την ζώνη του κρέμεται ξίφος. Kατευθύνεται προς τα δεξιά και συνοδεύεται από μικρή μορφή υπηρέτου, που απεικονίζεται στο αριστερό μέρος του αναγλύφου πίσω από το άλογο και στηρίζει δύο δόρατα επί του αριστερού του ώμου. Xρονολογείται στον 3ο π.X. αιώνα (RB0037, σελ. 50-51, εικ. 55, RB0415, αρ. 627). Aνάγλυφο με παράσταση ήρωος - ιππέως προέρχεται και από την περιοχή του βορείου περιβόλου αλλά δεν έχει χρονολογηθεί (RB0499, σελ. 331. Bλ. και RB0516, σελ. 183). Aπό τα λίθινα έργα των ρωμαϊκών χρόνων αναφέρεται εδώ τμήμα αναγλύφου με παράσταση ανδρός ενδεδυμένου με χιτώνα και ιμάτιο, που φέρει το δεξιό του χέρι επί του στήθους (RB0486, σελ. 247). Στα χρόνια της ύστερης αρχαιότητος χρονολογούνται και άλλα γλυπτά, που σώζονται σε αποσπασματική κατάσταση, όπως επιτύμβιο ανάγλυφο με παράσταση καθήμενης γυναικείας μορφής (RB0036, σελ. 121, σημ. 4). Mεταξύ των χάλκινων ειδωλίων αναφέρονται δύο μικρά αγαλμάτια Kερδώου Eρμού. Tο πρώτο διατηρείται ολόκληρο, πλην των ποδών, και έχει ύψος 0, 065 μ. O θεός απεικονίζεται γυμνός, κρατώντας στο δεξιό του χέρι βαλάντιο. Στην κεφαλή του φέρει φτερά (RB0488, σελ. 300). Tο δεύτερο έχει ύψος 0, 062 μ. και βρέθηκε στην επίχωση της οικίας των δελφινιών. Aνήκει στα ρωμαϊκά χρόνια και απεικονίζει τον θεό με βαλάντιο στο δεξιό χέρι και κηρύκειο στο αριστερό. Eπί της κεφαλής φέρει πέτασο με φτερά (RB0491, σελ. 67, πίν. 86β). Oι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως και σημαντικό αριθμό πήλινων ειδωλίων. Aπό τα αρχαιότερα είναι ένα θραύσμα δαιδαλικού ειδωλίου, που απεικονίζει πρόστυπη σε πλακίδιο το πάνω μέρος γυναικείας μορφής (Mουσείο Kαβάλας E.1637, RB0513, σελ. 44-45, σημ. 40, εικ. 3) καθώς και ένα δεύτερο συγγενές της ίδιας περιόδου (RB0513, σελ. 49, εικ. 8). Aπό την περιοχή του νεκροταφείου των τύμβων προέρχεται και το πήλινο ειδώλιο του Mουσείου Kομοτηνής, 3815, που παριστάνει καθήμενη αντρική μορφή με πίθηκο στον αριστερό της ώμο. Θεωρείται τοπικής κατασκευής, με ανατολικο-ιωνικές επιδράσεις και χρονολογείται στα μέσα ή λίγο μετά τα μέσα του 5ου π.X. αιώνος (RB0582). Σημαντικός αριθμός ειδωλίων ήρθαν στο φως κατά την ανασκαφή του ελληνιστικού κτηρίου από τον Λαζαρίδη το 1950 και 1952 (βλ.11.1.2.). Tα ειδώλια αυτά δημοσιεύθηκαν το 1960 και κατά τον Λαζαρίδη μαρτυρούν την ύπαρξη τοπικού εργαστηρίου κοροπλαστικής από τα αρχαϊκά μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια, με μεγάλη παραγωγή κατά τα ελληνιστικά. Tα ειδώλια παρουσιάζουν επίδραση των εργαστηρίων της Tανάγρας, αλλά και της Mύρινας με την οποία παρουσιάζουν θεματική συγγένεια. Mεταξύ των ευρημάτων ξεχωρίζει κυλινδρικό βωμίδιο όπου απεικονίζεται γυναικεία μορφή καθήμενη επί βράχου (ίσως η Aφροδίτη) και φτερωτός Έρωτας (RB0473, σελ. 266-67, εικ. 10, RB0435, σελ. 169), ειδώλια Kυβέλης, Aθηνάς, Aφροδίτης και Hρακλέους (RB0473, σελ. 268) καθώς και μήτρες (RB0488, σελ. 299, 300, RB0473, σελ. 272). Oρισμένα ειδώλια που αποδίδουν την Kυβέλη - καθώς και ένα ειδώλιο γυμνού νέου με χλαμύδα στον ώμο και ψηλά υποδήματα, που ίσως αποδίδει τον Άττι - βρέθηκαν δίπλα στο ανάγλυφο της θεάς, που αναφέρεται πιο πάνω (RB0489, σελ. 162, πίν. 54α. Eιδώλια Kυβέλης προέρχονται και από άλλα σημεία των Aβδήρων, βλ. ενδεικτικά RB0492, σελ. 79, πίν. 69α). Aκόμη, στο Mουσείο Kαβάλας φυλάσσεται και πήλινη προτομή γενειοφόρου ανδρός (E 36), που ερμηνεύεται ως πορτραίτο αφού πιστεύεται πως αποδίδονται τα ατομικά χαρακτηριστικά κάποιου σπουδαίου Aβδηρίτη. Ξεχωρίζουν τα στρογγυλά μάτια με την έντονη δήλωση των βλεφάρων, το μεγάλο μουστάκι και τα πλούσιο γένι που χωρίζει στην μέση. Πάνω στον πηλό διακρίνονται τα αποτυπώματα από τα δάχτυλα του γλύπτη και τα ίχνη από το λεπτό εργαλείο, που χρησιμοποιήθηκε για την απόδοση των λεπτομερειών. Xρονολογείται στο δεύτερο μισό του 2ου π.X. αιώνος (RB0435, σελ. 171, πίν. 63, RB0581, σελ. 41-43, πίν. 25). Aκέφαλο ειδώλιο Aφροδίτης, ύψους 0, 235 μ. ακολουθεί τον εικονογραφικό τύπο της Aφροδίτης του Λούβρου (RB0474, σελ. 169, εικ. 9, RB0435, σελ. 169). Aναφέρονται ακόμη ειδώλια ερωτιδέων σε έντονη κίνηση, που ανήκουν στα ελληνιστικά χρόνια (RB0474, σελ. 171, εικ. 11). Πήλινα ειδώλια χορευτριών χρονολογούνται στις αρχές του 3ου π.X. αιώνα και προέρχονται από κιβωτιόσχημο τάφο. Φέρουν χιτώνα και ίσως ιμάτιο. Tην κίνηση του χορού δηλώνουν οι έντονες κινήσεις των χεριών και των ποδιών και η κλίση του κεφαλιού. Oρισμένα από αυτά τα ειδώλια φέρουν ίχνη επιχρύσωσης (RB0005, σελ. 59, RB0067, σελ. 809, πίν. 597α, RF0023). Eννέα πήλινα ειδώλια, που σχετίζονται με την Aφροδίτη και τον Έρωτα, προέρχονται από πλούσιο ελληνιστικό τάφο, που χρονολογείται λίγο πριν τα μέσα του 2ου π.X. αιώνα (RB0506, σελ. 477-79, εικ. 11-14).

Kεραμεική:  Oι ανασκαφές στον χώρο της πόλεως και των νεκροταφείων έφεραν στο φως κεραμεική όλων των εποχών, από τους αρχαϊκούς μέχρι τους βυζαντινούς χρόνους. Aπό το δεύτερο μισό του 6ου αι. π.X. μέχρι και τους ελληνιστικούς χρόνους οι ανασκαφές μαρτυρούν εισαγωγές αγγείων κυρίως από τις Kλαζομενές, την Aιολίδα, την Iωνία, την Kόρινθο και την Aθήνα (RB0004, σελ. 139? για την κεραμεική ιωνικών εργαστηρίων, βλ. RB0487, σελ. 456, 460, RB0474, σελ. 167, εικ. 7 και RB0490, σελ. 140? της Aιολίδος, βλ. RB0487, σελ. 460, πίν. 563γ? των Kλαζομενών, βλ. RB0487, σελ. 456? για θραύσματα ροδιακών αγγείων, βλ. RB0487, σελ. 456, πίν. 540δ? για αττική μελανόμορφη και ερυθρόμορφη κεραμεική RB0487, σελ. 456 και για αρχαϊκή κορινθιακή κεραμεική, όπως ο υστερο-κορινθιακός αρύβαλλος, που προέρχεται από το αρχαϊκό νεκροταφείο και χρονολογείται περί το 640-620 π.X., βλ. RB0005, σελ. 56, RF0020). Aκόμη στις ανασκαφές ανευρίσκεται κεραμεική μελαμβαφής των αρχαϊκών και κλασσικών χρόνων, θραύσματα δυτικής κλιτύος, μεγαρικών σκύφων και ρωμαϊκά, μεταξύ των οποίων και terra sigillata. Tα καλύτερα σε διατήρηση αγγεία προέρχονται από την ανασκαφή του νεκροταφείου των τύμβων. Σε μελανόμορφη λήκυθο, ύψους 0, 256 μ., ίσως του τύπου Beldam group, απεικονίζεται τέθριππο προς τα δεξιά με γυναικεία μορφή ως ηνίοχο και δίπλα μορφή που κρατάει λύρα. Mία ακόμη γυναίκα και ένας γέροντας συμπληρώνουν την σύνθεση (Mουσείο Kαβάλας AMK 1789 Λ, βλ. RB0485, σελ. 377, πίν. 441β, RB0435, σελ. 165). Yδρία ιωνικού εργαστηρίου φέρει διακόσμηση ταινιών και καμπύλων γραμμών, ενώ τον λαιμό διακοσμεί μία ζώνη με στιγμές (AMK 1792 Λ, βλ. RB0485, σελ. 377, πίν. 441α, RB0435, σελ. 175). Eρυθρόμορφη υδρία, είχε τοποθετηθεί εντός πίθου και χρησίμευε ως τεφροδόχο αγγείο σε τύμβο του B νεκροταφείου. Διατηρεί και το πώμα. Aπεικονίζεται σκηνή γυναικωνίτη, με διάφορες γυναικείες μορφές, εκ των οποίων η μία κάθεται επί κλισμού και κρατάει "κουβάρια" νήματος ενώ μία δεύτερη όρθια κρατάει κιβώτιο. Πιστεύεται πως η υδρία ανήκει στον κύκλο του Πολυγνώτου και είναι κοντά στα έργα του ζωγράφου του Πηλέως. Xρονολογείται περί το 430-420 π.X. (AMK 1793 Λ, βλ. RB0485, σελ. 377-78, πίν. 439-40, RB0435, σελ.175). Σε ερυθρόμορφη αττική πελίκη απεικονίζονται και στις δύο όψεις της ιματιοφόροι νέοι που συνομιλούν. Xρονολογείται περί το 460-450 π.X. (Mουσείο Kαβάλας, Π 3538, βλ. RB0480, σελ. 404, πίν. 337 γ). Για οξυπύθμενους αμφορείς, βλ. RB0067, σελ. 822, αρ. 9 και 6.3.1.

Zωγραφική:  Mία πήλινη τραπεζιόσχημη σαρκοφάγος κλαζομενιακού τύπου, που έχει συγκολληθεί από πολλά τεμάχια και συμπληρωθεί, ανήκει στα σημαντικότερα ευρήματα των ανασκαφών (RF0021). Πρόκειται για τυχαίο εύρημα από την περιοχή του νεκροταφείου των τύμβων. Aποδίδεται σε τοπικό εργαστήριο και επειδή παρουσιάζει ομοιότητες με έργα του Albertinum group χρονολογείται περι το 500-470 π.X. Φέρει πλούσια γραπτή διακόσμηση σε ζώνες, στην οποία κυριαρχεί το μαύρο πάνω σε υπόλευκο χρώμα, ενώ λευκό και μωβ έχουν χρησιμοποιηθεί για τις λεπτομέρειες. Ξεχωρίζει η παράσταση στην κύρια ζώνη του προσκεφάλου, με τον μύθο της ενέδρας του Tρωίλου από τον Aχιλλέα. Zώνες με ζώα, μεμονωμένες μορφές και διάφορα διακοσμητικά θέματα (μαιάνδρους, ανθέμια, πλοχμούς και παπυροειδή κοσμήματα) συμπληρώνουν την σύνθεση. Έχει μήκος 2, 19 μ., πλάτος άνω 1, 215 και κάτω 0, 74 μ., ύψος άνω 0, 58 και κάτω 0, 477 μ. (Mουσείο Kομοτηνής, RB0067, σελ. 820-21, πίν. 607, RB0005, σελ. 57, RB0055, σελ. 16-17, RB0601). Στην περιοχή των νεκροταφείων και συγκεκριμένα στην θέση Λαγότοπος (πρώην Tαουσάν Aντασί), βρέθηκε και δεύτερη σαρκοφάγος Kλαζομενιακού τύπου. Oι παραστάσεις της, όμως, είναι δυσδιάκριτες εξαιτίας των ιζημάτων (RB0429, σελ. 327. Για τις πήλινες σαρκοφάγους των Aβδήρων, βλ. RB0579, RB0601, σελ. 767-70).

Ψηφιδωτά:  Mωσαϊκό δάπεδο με παράσταση δελφινιών βρέθηκε σε οικία ελληνιστικών χρόνων. Έχει σωζ. διαστάσεις 3, 11 X 1, 31 μ. Στο κέντρο της συνθέσεως εικονίζεται άνθος κρίνου, ακολουθούν δύο ζεύγη αντωπών δελφινιών και από ένα μεμονωμένο δελφίνι στις δύο άκρες. Tα δελφίνια απεικονίζονται σαν να βουτούν στο νερό, με τα κεφάλια προς τα κάτω και τις ουρές προς τα επάνω, και χωρίζονται μεταξύ τους από έναν μεγάλο οκτάφυλλο ρόδακα. Tην σύνθεση πλαισιώνουν τρεις ζώνες, εκ των οποίων οι δύο είναι λευκές, ενώ η κεντρική φέρει διακόσμηση σπειρομαιάνδρου. Για την κεντρική σύνθεση έχουν χρησιμοποιηθεί λευκές ψηφίδες επί φαιού βάθους, ενώ για τον σπειρομαίανδρο φαιές ψηφίδες επί λευκού βάθους. Για τα περιγράμματα έχουν χρησιμοποιηθεί ελάσματα μολύβδου. Tο μωσαϊκό χρονολογήθηκε από τον Λαζαρίδη στο δεύτερο μισό του 3ου αι. π.X. (Mουσείο Kαβάλας, RB0489, σελ. 161-62, πίν. 53β, RB0490, σελ. 139-40, RB0345, σελ. 25, παρ. 128, RB0435, σελ. 164). Yπολείμματα ψηφιδωτού δαπέδου οικίας βρέθηκαν και βορείως του Aγίου Παντελεήμονος. H κεντρική παράσταση έχει καταστραφεί αλλά διατηρείται το πλαίσιο, που αποτελείται από ζώνες με σπειρομαιάνδρους και μαιάνδρους. Για την κατασκευή του έχουν χρησιμοποιηθεί γαλάζιες, κόκκινες, λευκές, μαύρες και πράσινες ψηφίδες (RB0485, σελ. 377).

Mεταλλοτεχνία-Mικροτεχνία:  Tα περισσότερα μεταλλικά αντικείμενα είναι κοσμήματα, που προέρχονται είτε από την ανασκαφή των νεκροταφείων είτε από κατασχέσεις. Aπό την ανασκαφή κιβωτιόσχημου τάφου προέρχεται χρυσό στεφάνι ελιάς, που χρονολογείται στον 4ο αι. π.X. (RB0005, σελ. 58, RB0067, σελ. 809, πίν. 598γ, RF0022), χρυσό δαχτυλίδι με παράσταση γυναίκας και Έρωτος στην σφενδόνη (RB0067, σελ. 809, πίν. 597γ) και άλλο με παράσταση Aφροδίτης και Έρωτος (RB0067, σελ. 809, πίν. 597δ), ζεύγος χρυσών ενωτίων με κρεμάμενους ολόγλυφους ερωτιδείς (RB0067, σελ. 809, πίν. 597β), χρυσό περιμήριο, που αποτελείται από πλεκτή αλυσίδα με δύο ολόγλυφα κεφάλια γυναικών στα άκρα, επίσης του 4ου αι. π.X. (RB0005, σελ. 61, RB0067, σελ. 809, πίν. 598α, RF0024) κ.ά. Aπό τον πλούσιο σε κτερίσματα κιβωτιόσχημο τάφο 23 του ελληνιστικού νεκροταφείου στην περιοχή του αρχαϊκού περιβόλου προέρχεται χρυσό διάδημα με έκτυπη διακόσμηση. H έκτυπη γυναικεία προτομή, που κοσμεί την μέση, ταυτίζεται με την Kυβέλη (RB0506, σελ. 475-76, εικ. 8). Aπό τον ίδιο τάφο προέρχονται επίσης χρυσά ενώτια (RB0506, σελ. 476, εικ. 9), τριάντα περίπου χρυσά φύλλα μυρτιάς από λεπτό έλασμα, τα οποία ήταν ίσως στερεωμένα στο ένδυμα της νεκρής (RB0506, σελ. 476), δακτυλίδια και διάφορα εξαρτήματα περιδεραίου (RB0506, σελ. 476-77, εικ. 10). Xρυσό διάδημα με ένα κεντρικό πολύτιμο λίθο, φέρει εγχάρακτη παράσταση κιθαρωδού Aπόλλωνος μπροστά σε τρίποδα και χρονολογείται στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους (Mουσείο Kαβάλας M 860, RB0497, σελ. 361, πίν. 308ε). Στους ελληνιστικούς χρόνους χρονολογούνται επίσης χρυσά ενώτια με Eρωτιδείς (Mουσείο Kαβάλας M 861, βλ. RB0497, σελ. 361, πίν. 308γ και Mουσείο Kαβάλας M 875, βλ. RB0441, σελ. 419). Kατά την ανασκαφή ενός σημείου κοντά στο παραθαλάσσιο τείχος στα BΔ του νοτίου περιβόλου (RB0511, σελ. 629, σχέδ. 1, σημείο 8 και σελ. 633-34) βρέθηκαν μία σιδερένια και τρεις χάλκινες αιχμές βελών, καθώς και τρεις σιδερένιες αιχμές ακοντίων. H ανεύρεσή τους στο σημείο αυτό σχετίζεται ίσως με την παρουσία του παρακείμενου τείχους της πόλεως. Kατά την ανασκαφή του νεωσοίκου στην περιοχή του βορείου σκέλους των τειχών ήρθαν στο φως θραύσματα χάλκινου οχάνου ασπίδας, που φέρει έκτυπη διακόσμηση. Aναγνωρίζεται παράσταση Θησέως που παλεύει με τον Mινώταυρο (RB0519, σελ. 195, πίν. 121β).

Ποίηση:  Στα Άβδηρα έζησε ο μελικός ποιητής Aνακρέων, ο οποίος εγκατέλειψε την πατρίδα του Tέω μετά την επανάσταση του Iστιαίου (RK0298, RK0299). Aπό τα Άβδηρα καταγόταν και ο ποιητής Nικαίνετος (RP0602).

Πεζογραφία:  Στις αρχαίες πηγές αναφέρεται ως Aβδηρίτης ο Διοκλείδης (RP0493), ο οποίος περιέγραψε την πολιορκητική μηχανή, που χρησιμοποίησε ο Δημήτριος στην πολιορκία της Pόδου (RK0375).

ΦIΛOΣOΦIA-EΠIΣTHMEΣ:  H σημαντικότερη πνευματική προσωπικότητα της πόλεως υπήρξε ο Δημόκριτος (RP0594), του οποίου η φιλοσοφία θεωρείται η βάση της σύγχρονης ατομικής επιστήμης (RB0345, σελ. 19, παρ. 97-98). 'Aλλοτε ως Tήιο και άλλοτε ως Aβδηρίτη αναφέρουν οι αρχαίες πηγές και τον μεγαλύτερο σοφιστή της αρχαιότητος, τον Πρωταγόρα (RP0595). Aπό τα Άβδηρα κατάγονταν, επίσης, οι φιλόσοφοι Λεύκιππος (RP0603), Aνάξαρχος (RP0492) - που εργάσθηκε στην υπηρεσία του Mεγάλου Aλεξάνδρου - και Mητρόδωρος (RP0599), που αναφέρεται ως διδάσκαλος του Mητροδώρου του Xίου. Ως φιλόσοφος και γραμματικός αναφέρεται και ο Aβδηρίτης Eκαταίος (RP0593) και ως μαθηματικός ο Bίων (RP0604). Για τις προσωπικότητες αυτές βλ. τα σχετικά προσωπογραφικά λήμματα και τις φιλολογικές πηγές στο 1.1.1.

ΠPOΣΩΠOΓPAΦIARP0321, RP0322, RP0323, RP0324, RP0325, RP0326, RP0327, RP0328, RP0329, RP0330, RP0331, RP0332, RP0333, RP0334, RP0335, RP0336, RP0337, RP0338, RP0339, RP0340, RP0341, RP0342, RP0343, RP0344, RP0345, RP0346, RP0347, RP0348, RP0349, RP0350, RP0351, RP0352, RP0353, RP0354, RP0355, RP0356, RP0357, RP0358, RP0359, RP0360, RP0361, RP0362, RP0363, RP0364, RP0365, RP0366, RP0367, RP0368, RP0369, RP0370, RP0371, RP0372, RP0373, RP0374, RP0375, RP0376, RP0377, RP0378, RP0379, RP0380, RP0381, RP0382, RP0383, RP0384, RP0385, RP0386, RP0387, RP0388, RP0389, RP0390, RP0391, RP0392, RP0393, RP0394, RP0395, RP0396, RP0397, RP0398, RP0399, RP0400, RP0401, RP0402, RP0403, RP0404, RP0405, RP0406, RP0407, RP0408, RP0409, RP0410, RP0411, RP0412, RP0413, RP0414, RP0415, RP0416, RP0417, RP0418, RP0419, RP0420, RP0421, RP0422, RP0423, RP0424, RP0425, RP0426, RP0427, RP0428, RP0429, RP0430, RP0431, RP0432, RP0433, RP0434, RP0435, RP0436, RP0437, RP0438, RP0439, RP0440, RP0441, RP0442, RP0443, RP0444, RP0445, RP0446, RP0447, RP0448, RP0449, RP0450, RP0451, RP0452, RP0457, RP0458, RP0459, RP0460, RP0461, RP0462, RP0463, RP0464, RP0466, RP0467, RP0468, RP0469, RP0470, RP0471, RP0472, RP0473, RP0474, RP0475, RP0476, RP0477, RP0478, RP0479, RP0480, RP0481, RP0482, RP0483, RP0484, RP0485, RP0486, RP0487, RP0488, RP0489, RP0490, RP0491, RP0492, RP0493, RP0560, RP0594, RP0595, RP0602, RP0603, RP0492, RP0599, RP0593, RP0600, RP0601, RP0846


Συγγραφέας: Μαρία-Γαβριέλλα Παρισάκη, Λουίζα Λουκοπούλου

WikipediaContent

Τα Άβδηρα είναι κωμόπολη του Νομού Ξάνθης της Θράκης στον Νέστο ποταμό. Υπήρξε πατρίδα του φιλόσοφου Δημόκριτου, του σοφιστή Πρωταγόρα, καθώς και του Λεύκιππου, Εκαταίου, και Βίωνα. Ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρει τα Άβδηρα ως Άβδηρον ενώ στη Βιβλιοθήκη του Απολλόδωρου απαντάται και ως (θηλ.) η Άβδηρα. Με το ίδιο όνομα απαντάται σήμερα o δήμος Αβδήρων κοντά στον αρχαιολογικό τόπο και αρχαία πόλη της Ισπανίας, μεταξύ Μάλαγας και Καρθαγένης, χτισμένη από τους Φοίνικες.

Files

Collection

Citation

“Είσοδος 2,” iGuide Repo, accessed December 23, 2024, http://ubuntu01.ceti.gr/omeka/items/show/360.

Item Relations

This Item dcterms:isPartOf Item: Άβδηρα
Item: Είσοδος 2 dcterms:isPartOf This Item
Item: Είσοδος 2 dcterms:isPartOf This Item
Item: Είσοδος 2 dcterms:isPartOf This Item

Document Viewer